«“Η σημαντικότητα του καθενός βρίσκεται στη μοναδικότητά του, στα χαρακτηριστικά εκείνα που τον διαφοροποιούν από το σύνολο, ακόμη κι αν αυτό τον κάνει λιγότερο δημοφιλή”, ανταπαντούσε η Ταβούλα που δεν της άρεσαν οι τυποποιημένες συνταγές και αντιπαθούσε την ομοιογένεια όπως ο διάβολος το λιβάνι» (σελ. 129)
Ένας αξιόλογος εκπαιδευτικός-παιδαγωγός (δυστυχώς δεν είναι όλοι οι εκπαιδευτικοί παιδαγωγοί) και εξαίρετος συγγραφέας, ο Θοδωρής Κούκιας, δεν είναι τυχαίο ότι κατάγεται από τα Ιωάννινα. Τα Ιωάννινα, το σημαντικότερο κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, με τη μεγάλη πολιτιστική ιστορία, αριθμεί πλήθος πεζογράφων και ποιητών. Σύμφωνα με τον Νεόφυτο Δούκα: «Όσοι εχρημάτισαν Έλληνες συγγραφείς υπήρξαν ή Ιωαννίται ή μαθηταί της των Ιωαννίνων σχολής».
Ο Θοδωρής Κούκιας τιμήθηκε με το βραβείο Αριστείας και καινοτομίας στην εκπαίδευση από το υπουργείο Παιδείας. «Το νεκρό ψάρι», το πρώτο του βιβλίο, βραβεύτηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό «Σικελιανά 2014» και κέρδισε έπαινο στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Χίου «Κοραής».
Το τελευταίο νεανικό μυθιστόρημά του «Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων» έχει ήδη βρει τεράστια ανταπόκριση, όχι μόνο στο νεανικό-εφηβικό κοινό στο οποίο κατά βάση απευθύνεται, αλλά και ευρύτερα, στους γονείς και εκπαιδευτικούς, και σε όσους αναγνώστες «διψούν» για κάτι περαιτέρω από τα κοινότοπα θέματα της ενήλικης ζωής τους.
Ο συγγραφέας εμπνέεται από το σύγχρονο ελληνικό σχολείο και από όσα έζησε και ζει μέσα σε αυτό, τα οποία δεν τον άφησαν αδιάφορο, αλλά του έδωσαν ώθηση να προβληματιστεί και να γράψει γι’ αυτά. Ευκρινώς, φαίνεται από τον τρόπο γραφής του, τον λιτό, άμεσο και εστιασμένο στο νεανικό κοινό, ότι γράφει για να επικοινωνήσει με το μαθητικό κοινό, για να μοιραστεί μαζί του τις σκέψεις του και τους προβληματισμούς του, όχι για να διδάξει –δεν είναι τάξη η λογοτεχνία–, αλλά να προβληματίσει και να επικοινωνήσει με τους νέους σε έναν άλλο χώρο, στον χώρο της λογοτεχνίας. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαία και η αφιέρωση του μυθιστορήματός του στους μαθητές του στην πρώτη σελίδα.
Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι πολύ προσεγμένο και αφήνει μια αίσθηση μελαγχολίας αλλά και αισιοδοξίας ταυτόχρονα, καθώς υπάρχει ακόμη δυνατότητα να ανθίσει ένα λουλούδι, να ανθίσουν τα αποξηραμένα συναισθήματα των παιδιών που είχαν την τύχη να είναι διαφορετικά, να βλέπουν τον κόσμο διαφορετικά. Ναι, ο συγγραφέας παρουσιάζει εδώ τη διαφορετικότητα ως τύχη, ως προτέρημα, ως χάρισμα, και όχι ως «κατάρα» και «πρόβλημα», όπως έχει επιβάλει η σύγχρονη ελληνική κοινωνία. «“Αν χαθεί η διαφορετικότητα να ξέρετε θα γίνει πολύ βαρετή η ζωή μας, σχεδόν αδιάφορη. Η ομογενοποίηση είναι ο θάνατος της αυθεντικότητας και της δημιουργίας. Γιατί κάποιος να παράξει κάτι νέο όταν μπορεί να έχει χιλιάδες ίδια προϊόντα που γνωρίζει ότι τον εξυπηρετούν; Αυτό δε λέτε; Γιατί να μη βγάλουμε άπειρα αντίτυπα της Μόνα Λίζα και να στολίσουμε όλα τα σπίτια και τα μουσεία του κόσμου; Δεν θα ήταν όλοι χαρούμενοι; Όχι, κυρίες μου, θα ήταν βαρετό. Θα έχανε την αξία της η Μόνα Λίζα και στο τέλος δε θα της έδινε κανείς σημασία!”» (σελ. 129).
Το να είσαι «διαφορετικός» στο σύγχρονο ελληνικό σχολείο σημαίνει πολλά, σημαίνει ότι τις περισσότερες φορές παρατηρείται σχολικός εκφοβισμός –το γνωστό bullying– , βία εναντίον της διαφορετικότητας, και μια τάση κυρίως στην επαρχία να ακολουθούν όλοι μια όμοια τυπική συμπεριφορά που να μην παρεκκλίνει από τα «συνηθισμένα». Ο συγγραφέας αντιτάσσεται σε όλα αυτά και προβάλλει το διαφορετικό ως ωραίο, ως μοναδικό, ως … νικητή στο τέλος.
Υπάρχει εναλλαγή στην αφήγηση, από τη μια η αφήγηση της έφηβης ηρωίδας Νεφέλης και από την άλλη, μιας παράξενης ηρωίδας, της Ταβούλας Ρασά. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτή και ο αναγνώστης θα απολαύσει αυτού του είδους την αφήγηση.
Η μητέρα της Νεφέλης, εφοριακός στο επάγγελμα, μετατίθεται ανά την Ελλάδα με αποτέλεσμα η Νεφέλη να αλλάζει συνεχώς σχολεία. Στην τελευταία της μετάθεση, η Νεφέλη αποκτά δύο ιδιαίτερους, διαφορετικούς φίλους, τον Ίωνα, ένα παιδί με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας (σύνδρομο Asperger) και την Αντέλα, κόρη μιας γυναίκας «ανεπιθύμητης» στην ελληνική επαρχία. Ο πατέρας της Νεφέλης, ο Λουίς, Ισπανός, αρνείται να ακολουθήσει και εγκαθίσταται σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Η Νεφέλη κλείνεται στον εαυτό της και απομονώνεται. Τα συναισθήματά της αποξηραίνονται. Ποιοι θα σταθούν δίπλα της στις δύσκολες στιγμές; Αφήνουμε τους αναγνώστες να το ανακαλύψουν μέσα από τη χαρά της ανάγνωσης.
Πρόκειται για ένα νεανικό-εφηβικό διεισδυτικό στα θέματα των σύγχρονων εφήβων μυθιστόρημα παρουσιάζοντας το σχολείο όπως στην πραγματικότητα είναι στον μικρόκοσμο της επαρχίας και τις λίγες φωτεινές εξαιρέσεις του. Η έννοια της διαφορετικότητας, η εφηβική κατάθλιψη, ο σχολικός εκφοβισμός, το σύνδρομο Asperger, οι κίνδυνοι και τα πλεονεκτήματα του διαδικτύου, η χρήση του facebook και άλλα θέματα της εφηβικής ηλικίας θίγονται στο μυθιστόρημα αυτό.
Ο ευρηματικός συγγραφέας Θοδωρής Κούκιας με τη θεματολογία, τον λιτό και ανάλογο με την εφηβεία τρόπο γραφής του και την απουσία του διδακτισμού ικανοποιεί τα μέγιστα το εφηβικό αναγνωστικό κοινό το οποίο τυγχάνει και απαιτητικό. Μιλάει στους έφηβους με όμορφο τρόπο μέσω ενός μυθιστορηματικού αφηγήματος για την ομορφιά της διαφορετικότητας, όμως η ομπρέλα της πλούσιας θεματολογίας του ανοίγεται και αφορά όλες τις ηλικίες.