Εμμέσως αυτο-αναφορικά ποιήματα για την ποίηση, αλλά όχι και κατ’ ανάγκην «ποιήματα ποιητικής». Φιλοσοφικοί στοχασμοί για τα μεγάλα προβλήματα που ταλανίζουν το ανθρώπινο είδος αρχαιόθεν (για τη Ζωή, για τον Θάνατο, για τον Έρωτα). Η εσωστρέφεια των ποιητών, εγγενής λαβύρινθος (με ή χωρίς Μινώταυρο), συμπεριλαμβάνει στα μεγάλα προβλήματα της ζωής και την ίδια την ποίηση, λες και πρόκειται για ένα έξτρα μαρτύριο ή βάσανο που (δεν) προϋποθέτει την ελεύθερη βούληση της επιλογής της ως τέχνης κι ενασχολήσεως.
Με τούτα και μ΄ εκείνα θέλω να πω πως η Κλεοπάτρα Λυμπέρη, βαθιά «ζωγραφική» στην εικονοπλασία της, και φιλοσοφική στον στοχασμό της, αφηγηματική στην ποιητική της και «νοητική» στην εκλεπτυσμένη διαχείριση του θυμικού, παραπέμπει ευθέως στους μέντορες και στις επιρροές της (π.χ. Wallace Stevens, Emily Dickinson κι όλη η αγγλοσαξονική κουλτούρα που τη συνέχει και τη συντηρεί τροφοδοτώντας την με θέματα-μοτίβα-βεγγαλικά), μεταπλάθει κι αρνησικυρεί, επικυρώνει και διαλαμβάνει χωρίς να διαλανθάνει των εγγενών παγίδων που η ίδια στήνει προσεκτικά και χαριτωμένα στον ποιητικό της δρόμο.
Σίγουρα είναι από τις πιο αντιπροσωπευτικές «θηλυκές» φωνές της σύγχρονης λογοτεχνίας, αφού έχει βρει τον δικό της πρωτότυπο τρόπο να «σερβίρει» τα θέματά της με μια ανάλαφρη χάρη κι έντονη διανοητική φόρτιση, χωρίς να κουράζει, να αποθαρρύνει ή να απομακρύνει τον αναγνώστη. Ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να παρακολουθήσω τον έντυπο λόγο της, διάβασα δύο και τρεις φορές τα πονήματά της, με ενόχλησε ίσως η απουσία κάποιων τελικών νι σε επίθετα που δεν απευθύνονται στην αμέσως επόμενη λέξη αλλά στο ουσιαστικό μετά… Όμως αυτό που πρέπει να επισημάνω είναι πως πρόκειται για μια καθαρή στοχαστική, νοητική “poesia erudita” (ποίηση που απευθύνεται σε «μορφωμένους», ικανούς να αναγνωρίσουν και να αισθανθούν ακόμα και ηδονή με την εντατικοποίηση της διακειμενικότητας). Το βίωμα είναι μακριά και απέξω, δεν μπαίνει στο αφηγηματικό παιχνίδι παρά μόνον ως σύμβασις, ούτε καν ως αφορμή. Δεν πρόκειται με άλλα λόγια για τη συνήθη αυτοψυχαναλυτική-εξομολογητική-ναρκισσιστική ποίηση των μεταμοντέρνων ημερών μας, αλλά για κάτι πιο βαθύ με την απαίτηση της φιλοσοφικότητας, χωρίς ίχνος διδακτισμού και με μια γυναικεία χάρη ανάλαφρου κυματισμού της σκέψης μακριά από τη «σκοτεινάγρα του βυθού» που λέει ο Σεφέρης αναφερόμενος στα ερέβη του Συλλογικού Πανανθρώπινου Υπο-συνείδητου. Εδώ είναι όλα καθαρά και ξάστερα, χωρίς ίχνος μεταφυσικής, με έναν πραγματισμό σχεδόν υλιστικό, όπως φαίνεται στο ποίημα για τον θάνατο και το σώμα, το οποίο επιλέγω να σας το παραθέσω σε πεζή μορφή και όχι με τον χωρισμό των στίχων όπως τυπώθηκε, για να τονίσω το νοητικό ανάπτυγμα που το συνέχει (δεν βάζω καν σημεία στίξης προκειμένου να επιχειρήσουμε μιαν άλλη, πεζή ανάγνωση, χωρίς βεβαίως να προτείνω στην εκλεκτή ποιήτρια μιαν άλλη διαχείριση των λέξεων πάνω στο χαρτί – ποιος είμαι εγώ άλλωστε για να τολμήσω κάτι τέτοιο;). Διαβάζουμε λοιπόν στη σελ. 12:
«Το αποθανείν και η διάρκεια Σίβυλλα τι θέλεις; Αποθανείν θέλω ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ Μα γιατί τόση φασαρία για τον θάνατο; Το αποθανείν είναι η σοφία του σώματος που γλιστράει ώς την πιο φυσική του κατάσταση· δηλαδή, στο μηδέν. Άλλωστε, το σώμα εξαρχής ετοιμάζεται για τούτο το σχέδιο δένοντας με σχοινί τη λέξη «σώμα» – ναι, είναι λέξη πιο βέβαιη από την αθανασία (της αθανασίας το κύρος, ως γνωστόν, τίθεται διαρκώς υπό αίρεσιν). Ενώ το σώμα όλοι το πιστεύουν. Το σώμα κουβαλάει το αποθανείν σαν το σπίτι του· εκεί τρώει· κοιμάται· εκεί απλώνει τη χλόη όπου κυλιούνται οι εραστές που μόνο για μια στιγμή ανασταίνονται (η στιγμή αυτή θορυβώδης, σαν το μισοφαγωμένο αχλάδι στο σχετικό πίνακα του Ντύρερ). Το αποθανείν θα ονομάσω φυσικό φαινόμενο. Ενώ το αγαπώ, φυσική αθανασία· κοτζάμ κωδωνοστάσιο – μια ορθοστασία της ύπαρξης· ουσία που αναβλύζει πράξεις, λόγους, ασφοδέλους, φλογερά γεγονότα μέσα στο κερασμένο χάδι (κύριε Φρόυντ, έχετε αντίρρηση;)»
Βλέπετε εδώ τόσο την εγγενή προφορικότητα όσο και τη μονολογική δραματικότητα που επιτείνει το βάθος του στοχασμού και καθιστά ανάγλυφα τα νοήματα. Ευτυχώς, αλλιώς έχουμε συνηθίσει σε στυγνή μετα-ποίηση όπου κύριο χαρακτηριστικό της είναι η «ξύλινη γλώσσα» και οι εξυπνακίστικοι, πολλές φορές αδόκιμοι κι αδόκητοι δια-κειμενισμοί [ας μου συχωρεθεί ο νεολογισμός].
Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη είναι μια αληθινή ποιητική φωνή, με αφομοιωμένο φιλοσοφικό στοχασμό και μια υπονόμευση κάθε λυρισμού και ρομαντικότητας, κάτι που επιβάλλεται να προσεχθεί. Δεν ξέρω πόσο μακριά μπορεί να την πάει αυτή η ποιητική, χωρίς τον κίνδυνο της επαναληπτικότητας. Πολλοί ώριμοι και δοκιμασμένοι ποιητές στρέφονται προς την υβριδική θεατρική γραφή, ακολουθώντας την πεπατημένη του δραματικού ποιητή Σάμιουελ Μπέκετ και άλλων. Το σίγουρο είναι πως αναγνωρίσιμοι κώδικες από πρωτοπορίες του προηγούμενου αιώνα έχουν το πλεονέκτημα πως «ξεκλειδώνουν» εύκολα και χαρίζουν ένα κάποιο αίσθημα ανωτερότητος στον επαρκή αναγνώστη, αν όχι και αισθητική ηδονή.
Η ποίηση της Κλεοπάτρας Λυμπέρη διαφέρει: δεν είναι εύκολη κι αναλώσιμη, δεν είναι ευκόλως αφομοιώσιμη, είναι «βιωματική» με τα σαφή ίχνη της πνευματικής περιπέτειας και τις ουλές που ο βίος συνήθως αφήνει σε όσους κίνησαν κάποτε για το ταξίδι του Οδυσσέα και δεν έχουν επιστρέψει ακόμα στην Ιθάκη τους.
Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει στην ποιητική τέχνη της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, εκτός από την εμφανή διακειμενικότητα και τη δραματική προφορικότητα, είναι μια κάποιου είδους και ύψους διαχρονικότητα που απαιτεί μια ιδιαίτερη σπουδή και μελέτη σε βάθος χρόνου. Με αυτό θέλω να πω πως ίσως θα την καταλάβουν καλύτερα οι επερχόμενες γενεές παρά η τόσο βιαστική κι αγχωμένη γενιά των ποιητικολογούντων και κριτικολογούντων στα χρόνια της Κρίσης.
Εν κατακλείδι, σας συνιστώ να μελετήσετε αργά και διακριτικά αυτά τα 18+2 πονήματα της Κλεοπάτρας Λυμπέρη, που αναπτύσσει στον κριτικό της στοχασμό μία μεγαλύτερη αμεσότητα και καθαρότητα από την ποίησή της, η οποία, χωρίς να είναι «σκοτεινή», εμπλέκεται στην ετερο-αναφορική διακειμενικότητά της. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν απουσίαζαν οι σημειώσεις, αν ο στίχος ήταν περισσότερο «χωνεμένος» και λυρικός, αυτοεξομολογητικός ακόμα. Οι επαρκείς αναγνώστες ούτως ή άλλως τα έχουν διαβάσει όλα και με την ηλεκτρονική βοήθεια είναι βατή η ανίχνευση των επιρροών για κάθε φιλόλογο-ερευνητή. Λέω, δεν ξέρω… Από την άλλη, βέβαια, αυτό είναι ένα καλό αντίδοτο (ή μήπως εμβόλιο;) για κάθε προκαταβολική καχυποψία λογοκλοπής. Όμως δεν υπάρχει παρθενογένεση στην Τέχνη και το κοινό καλώς γνωρίζει κι αναγνωρίζει την πρωτογενή ενθουσιώδη λειτουργία της γραφής (που κάποτε λέγαμε «έμπνευση») και τη διακρίνει βεβαίως από την εμφανή δυστοκία κάθε poeta faber που επιχειρεί να χτίσει με χαρτοκοπτική ένα «πήμα» (βάσανο, στην αρχαία ελληνική). Η Κλεοπάτρα Λυμπέρη, αντιθέτως, είναι αυθεντική και πρωτογενώς κινούμενη, αν και δεν μπορεί να ενταχθεί (σε καμία περίπτωση) στην κατηγορία poeta vates (αφού δεν είναι πληθωρική και θεωρείται μάλλον ολιγόλογη, παρά τη συχνή της τυπογραφική εμφάνιση τα τελευταία χρόνια, που νομίζω πως είναι συμπτωματική). Το Χάος και η αυξανόμενη εντροπία δεν βρίσκουν τροφή στα γραπτά της. Ακριβώς γι’ αυτό δεν μπορούν να ενταχθούν επακριβώς στην εποχή μας και δεν ανήκει η ίδια σε «γενιές». Είναι μάλλον ένα διαρκές (και σταθερό, για την ώρα) μετέωρο [οξύμωρο σχήμα χρησιμοποιώ για να μεταφέρω σε λέξεις το άρρητο, άφατο κι αόριστο που σημαδεύει κάθε αυθεντική, πρωτογενή ποιητική δημιουργία].
Κλεοπάτρα Λυμπέρη, μία σύγχρονη ποιήτρια που ακροβατεί κι ισορροπεί πατώντας σε μίτους της Αριάδνης και πάνω στα δίχτυα ασφαλείας των προγενεστέρων…