«Εδώ τελειώνει το κυνήγι σου, τώρα ξεκινάει το δικό μου»
Η Εύα Γκαρθία Σάενθ ντε Ουρτούρι έγινε γνωστή με την τριλογία της Λευκής Πόλης με πρωταγωνιστή τον Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα, ειδικό στη σκιαγράφηση προφίλ, μέλος του τμήματος Ανθρωποκτονιών της αστυνομίας που φέρει το προσωνύμιο Κράκεν. Μετά την τριλογία η συγγραφέας επιστρέφει ξανά με ένα μυθιστόρημα όπου ο Ουνάι έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του.
Ο Ουνάι που δεν εργάζεται πλέον για την αστυνομία, προσπαθώντας να ανακτήσει την ηρεμία στην καθημερινότητά του και τη γαλήνη στην οικογενειακή του ζωή, λαμβάνει μια κλήση από άγνωστο αριθμό. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής μια ανδρική φωνή τον ενημερώνει ότι έχει μια εβδομάδα για να βρει το Μαύρο βιβλίο των Ωρών, ένα σπάνιο αντίτυπο, αλλιώς η μητέρα του θα πεθάνει. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ο Ουνάι μένει αποσβολωμένος, όχι τόσο για το δυσεύρετο βιβλίο όσο για την απειλή προς τη μητέρα του, γιατί υπάρχει μια ειδοποιός λεπτομέρεια: η μητέρα του πέθανε πριν από σαράντα χρόνια.
Η ζωή που μέχρι εκείνη τη στιγμή γνώριζε ο Ουνάι ταράσσεται συθέμελα. Είναι δυνατόν η μητέρα του να είναι ζωντανή ή μήπως πρόκειται για παρανόηση; Κι αν όντως είναι αυτή, γιατί για σαράντα χρόνια δεν είχε ακούσει τίποτα;
Ο Ουνάι ξεκινάει ένα κυνήγι στον κόσμο της βιβλιοφιλίας, ενώ δύο δολοφονίες ανθρώπων του βιβλιοφιλικού χώρου φαίνεται να συνδέονται με την απαγωγή της μητέρας του. Ο Ουνάι με τη συνδρομή της παλιάς του συνεργάτιδας και τη βοήθεια μιας αστυνομικού από τη Μαδρίτη, θα αναζητήσει σε εκδότες, βιβλιοπώλες και τυπογράφους την ιστορία που συνοδεύει το Μαύρο βιβλίο των Ωρών, που πηγαίνει δεκαετίες πίσω και που επηρέασε τη δική του ζωή πριν ακόμα γεννηθεί.
Το βιβλίο είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια και χρονικά τοποθετείται σε δύο άξονες: στο παρόν όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση με τον Ουνάι και στο παρελθόν όπου σκιαγραφείται η ιστορία μιας κοπέλας που συνδέεται με το σπάνιο αντίτυπο. Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από τη σκοπιά του Αγιάλα, ενώ σε δεύτερο ενικό παρακολουθεί ο αναγνώστης την παρελθοντική ιστορία της κοπέλας. Κάθε κεφάλαιο τοποθετεί προσεκτικά το λιθαράκι του στο τείχος της πλοκής, καθώς οι χαρακτήρες, στιβαροί και ρεαλιστικοί, κινούνται σαν πιόνια στην εξέλιξη της ιστορίας. Η συγγραφέας υφαίνει προσεκτικά το αστυνομικό μυστήριο, όμως, οι πιο δυνατές σκηνές –κάτι που ισχύει και στην τριλογία της Λευκής Πόλης– είναι εκείνες που άπτονται του οικογενειακού πλαισίου, σχέσεις, πράξεις, λόγια, ανθρώπων που συνδέονται με οιονδήποτε τρόπο και αποτελούν το γαϊτανάκι ενός ανθρώπινου ιστού που αγκιστρώνει κάθε αναγνώστη. Οι ανατροπές δεν λείπουν από το βιβλίο, προσδίδοντας μια ακόμα πιο θελκτική και ολοκληρωμένη εικόνα κατά την ανάγνωση.