«Τα χρόνια και οι πληγές δυναμώνουν τις ψυχές»
Κλασική περίπτωση βιβλίου που το διαβάζεις εν μία νυκτί, το δεύτερο μυθιστόρημα του Σκοτσέζου Γκρέαμ Μακρέι Μπερνέτ, κατάφερε, αν και outsider, να φτάσει στην τελική λίστα των βραβείων Booker. Διαβάζοντάς το, καταλαβαίνεις εύκολα γιατί: καλογραμμένο, με εκείνο το ιδιαίτερο είδος γραφής που συνδυάζει τον λυρισμό με μια σκληρότητα, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό, ψυχολογικό, ιστορικό και δικαστικό δράμα, με έναν κλασικό αντιήρωα, έναν έφηβο δολοφόνο, στην καρδιά της πλοκής του.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα κλασικό τέχνασμα, τα «ντοκουμέντα» μίας πολύκροτης δίκης για ένα τριπλό έγκλημα στα σκοτσέζικα Χάιλαντς το 1869, ξετυλίγει την ιστορία μέσα από επίσημα έγγραφα, άρθρα εφημερίδων, ιατροδικαστικές εκθέσεις, μαρτυρίες στο δικαστήριο, ιατρικές γνωματεύσεις και βέβαια μέσα από το «ματωμένο έργο» του ίδιου του δολοφόνου, ένα κείμενο που έγραψε στη φυλακή περιμένοντας να δικαστεί, όπου αφηγείται με τη δική του φωνή τα γεγονότα που τον οδήγησαν σε αυτές τις αποτρόπαιες πράξεις. Έτσι μαθαίνουμε πώς ο νεαρός αγρότης, στο καθεστώς δουλοπαροικίας που επικρατούσε εκείνη την εποχή, σκότωσε με ιδιαίτερα βίαιο τρόπο τον χωροφύλακα του χωριού του, την έφηβη κόρη του και τον μικρότερο γιο του. Αλλά μαθαίνουμε επίσης πολλά περισσότερα για τη ζωή και τους ανθρώπους που κατοικούσαν εκείνες τις εποχές στις αγροτικές κοινότητες των Χάιλαντς– από όπου προέρχεται και η όμορφη παροιμία του τίτλου αυτής της παρουσίασης. Παράλληλα, παρακολουθούμε τον αγώνα που δίνει ο δικηγόρος υπεράσπισης του νεαρού για να τον γλιτώσει από την αγχόνη, επικαλούμενος παραφροσύνη.
Το γεγονός ότι ο δολοφόνος έχει το ίδιο οικογενειακό όνομα με τον συγγραφέα, ενισχύει περισσότερο το τέχνασμα της ιστορικής αληθοφάνειας που λειτουργεί εξαιρετικά επιτυχημένα στην αφήγηση, αφού ο αναγνώστης πράγματι πείθεται ότι διαβάζει μια (σχεδόν) αληθινή ιστορία. Η εποχή, οι κοινωνικές συνθήκες, τα ψυχολογικά πορτρέτα όλων των ηρώων, αποδίδονται με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν τα μέγιστα στην πρόθεση του συγγραφέα να πει μια ιστορία που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αληθινή.
Το πιο δυνατό σημείο του κειμένου είναι, κατά την εκτίμησή μου, το γεγονός ότι την αφήγηση διατρέχουν συνεχώς ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντήσει όχι μόνο το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση, αλλά και ο αναγνώστης: Πρόκειται πράγματι για πράξεις ενός παράφρονα ή έστω, ενός προσώπου περιορισμένων πνευματικών δυνατοτήτων; Ήταν μια πράξη εκδίκησης, μια βεντέτα ανάμεσα στα σόγια των Χάιλαντς; Μήπως το πάθος του έρωτα όπλισε το χέρι του δολοφόνου; Ή ήταν τέλος, μια πράξη αγανάκτησης και εξέγερσης απέναντι στο άδικο που επέβαλε με την εξουσία του ο χωροφύλακας στην οικογένεια του δράστη; Και τελικά πρέπει ο νεαρός, που είναι περίπου αδύνατον να μην τον συμπαθήσεις κι ας ξέρεις από την αρχή τι έχει διαπράξει, να ανέβει στην αγχόνη; Θα ήταν αυτό απόδοση δικαιοσύνης; Κι αυτό το τελευταίο, και πιο ισχυρό από όλα, ερώτημα είναι νομίζω το «κλειδί» του βιβλίου.