Τα πολλαπλά είδωλα της ύπαρξης

Πριν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ εδραιώσει τον υπαρξισμό (τον είχε, βέβαια, προλάβει ο Κίρκεγκωρ που τον είχε προλάβει το cogito του Καρτέσιου) και πριν ο Ντον ΝτεΛίλλο εγγράψει στο μνημονικό του μεταμοντέρνου κόσμου την απίσχνανση του ανθρώπινου σώματος διά των εικόνων, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ είχε ψαύσει το ζήτημα του αυτοκαθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς (ου μην και ολόκληρου του ανθρώπινου όντος) ως αναγκαία και καθοριστική συνθήκη για την ανεπανάληπτη αξία της ύπαρξης. Με τη μόνη διαφορά ότι ο μέγας λεπιδοπτερολόγος/σκακιστής/συγγραφέας, σε αντίθεση με τους γάλλους υπαρξιστές, όρισε ως ηγεμόνα των αισθήσεων την όραση και όχι την αφή. Όχι, ο Ναμπόκοφ δεν θα ανέκραζε ποτέ «υπάρχω σημαίνει λερώνω τα χέρια μου». Αντιθέτως, μέσω του λεπταίσθητου και βαθύτατα φιλοσοφικού μυθιστορήματός του «Το μάτι», τάσσεται υπέρ της επικυριαρχίας της όρασης. Γίνεται έτσι ο διαυγής προπομπός αυτού που ζει ο μετανεωτερικός άνθρωπος και συνίσταται στον κατακερματισμό της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στον ιδιωτικό χώρο και τον δημόσιο βίο με την ιδεοψυχαναγκαστική δύναμη των εικόνων να επιβάλλονται έναντι όλων των υπόλοιπων στοιχείων του κόσμου.

Ο ήρωας του Ναμπόκοφ στο «Μάτι», ο Σμίροφ, είναι ένας Ρώσος εμιγκρές (στα πρώτα μυθιστορήματά του χρησιμοποίησε συχνά αυτό τον ιδεότυπο) που ζει στο Βερολίνο και φτάνει οικεία βουλήσει στον πλήρη αφανισμό της προσωπικότητάς του. Είναι μια φιγούρα που ερανίζεται χαρακτηριστικά από το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι και τον Γκόγκολ· εμβαπτισμένη, όμως, στη μεθοδικότητα και τη γριφώδη «μηχανή» του Ναμπόκοφ. Ο Σμίροφ, αν και ουσιαστικά βαριέται μέχρι αποπληξίας, ενδίδει στα ερωτικά κελεύσματα της Ματίλντα. Είναι μια γυναίκα περιορισμένης φυσικής και πνευματικής καλλονής, φίλη της οικογένειας στην οποία εργάζεται ο Σμίροφ (είναι παιδαγωγός). Όταν μαθαίνει την παράνομη σχέση ο άνδρας της, ζητάει τον λόγο και καταχερίζει τον άμοιρο Σμίροφ. Με πληγωμένο τον ανδρικό εγωισμό του και έχοντας φτάσει στο όριο του ψυχισμού του, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Καταφέρνει, άραγε, να φέρει εις πέρας το απονενοημένο διάβημα; Ναι και όχι. Αίφνης, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση μετατρέπεται σε τριτοπρόσωπη. Ο Σμίροφ στην αρχή είναι ο αφηγητής της ιστορίας του και στη συνέχεια, αμέσως μετά την απόπειρα αυτοκτονίας, μετασχηματίζεται σε τριτοπρόσωπο αφηγητή, ο οποίος αφηγείται τα έργα και τις ημέρες του Σμίροφ. Αυτός είναι ο πρώτος, καίριος, αντικατοπτρισμός που εγκαθιστά μέσα στο μυθιστόρημα ο Ναμπόκοφ – θα ακολουθήσουν πολλοί περισσότεροι. Αυτή η αφηγηματική μετατόπιση είναι σύμφυτη με την… απομάκρυνση του Σμίροφ από τον εαυτό του. Ο ίδιος θεωρεί πως βιώνει μια φαντασματική κατάσταση που του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα εξ αποστάσεως, ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό. Διατηρεί με το μέρος του το δικαίωμα της μη υπάρξεως. Είναι κάτι παραπάνω από άλλοθι για το «μη δραν» του: είναι ένα λίμνασμα μέσω της όρασης, η οποία υποκαθιστά όλες τις άλλες αισθήσεις και ουσιαστικά τη σχέση του με τον κόσμο. Υπό το φάσμα της μη ύπαρξης, ο Σμίροφ καταγίνεται με διάφορες παλαβομάρες. Κλέβει, υφαρπάζει, επιτίθεται ερωτικά σε δεσμευμένες γυναίκες. Εξακολουθεί να υπάρχει μέσω όλου αυτού του παράδοξου συρφετού ανθρώπων που περιβάλλουν την αχλή του. Μέσα από όλους αυτούς βλέπει τις πολλαπλές αντανακλάσεις του. Ο Σμίροφ δεν αναζητεί τον doppelganger του (σ.σ: σωσία). Δεν επιθυμεί να υπάρξει υπό άλλη υπόσταση και σίγουρα δεν βαυκαλίζεται με την ιδέα μιας άμεσης δράσης. Ακόμη και όταν θα δει την πραγματικότητα να σχηματοποιείται μπροστά του διαλύοντας τις φαντασιοκοπίες του, δεν κάμπτεται, δεν αφήνει τον αόρατο υμένα που τον περιβάλλει να σχιστεί. Διατρανώνει τη νίκη του, πανηγυρίζει τη μη ύπαρξή του. Ο Σμίροφ προσπαθεί, εντούτοις, να συγκεράσει όλες τις αντανακλάσεις του… Σμίροφ για να συγκεκριμενοποιήσει την ύπαρξή του. Αυτή η αναζήτηση δεν είναι τίποτα άλλο από μια αδιάπτωτη μάχη ανάμεσα στην υποκειμενικότητα και την αντικειμενικότητα. Στην εργογραφία του Ναμπόκοφ θα αποτελέσει το πρόπλασμα για τα επιτεύγματα των ηρώων του Ναμπόκοφ στη «Χλωμή Φωτιά» και την «Απόγνωση». Ήδη, όμως, από εδώ έχει θέσει τις βάσεις για τη διαμόρφωση ενός «άπιστου» αφηγητή που κάθε φορά προσφέρει διαφορετικές μορφές «αλήθειας». Έτσι, το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών δεν περιορίζεται μόνο στην ανέλιξη της πλοκής, αλλά επεκτείνεται και στο λογοτεχνικό παίγνιο που στήνει ο συγγραφέας με τον αναγνώστη (εν αγνοία του τελευταίου). Οι γρίφοι που απλώνονται από αράδα σε αράδα και από εικόνα σε εικόνα είναι παροιμιώδεις, μοιάζουν με σκακιστικά προβλήματα, με διαισθητικές εκχυμώσεις, με φιλοσοφικά εκχυλίσματα. Από την άλλη, θα έλεγε κανείς πως ο Ναμπόκοφ δημιουργεί μια κρυφή συνεργασία: του ιδίου μαζί με τον αναγνώστη εις βάρος του αφηγητή, τον οποίο αφήνει να περιπίπτει σε διάφορες γκροτέσκες καταστάσεις. Η αναμέτρηση με τούτο το μικρό σε μέγεθος, αλλά μεγάλο σε αξία, μυθιστόρημα είναι ευχάριστα… ύπουλη. Έχει τόσα πολλά κλειδιά για πόρτες που δεν υπάρχουν και άλλες τόσες πόρτες που δεν έχουν αντικλείδια. Ομοίως, η μετάφραση οφείλει να είναι συμβατή με τη διφυή υπόσταση του κειμένου. Ο Γ.Ι. Μπαμπασάκης, βαθύς γνώστης του Ναμπόκοφ, καταφέρνει να φέρει εις πέρας το έργο με… προβαρισμένη ακρίβεια και θαυμαστή λεκτική και υφολογική εγρήγορση.