«Πολύ σύντομα θα σε σκοτώσω, μικρέ αδελφέ από τις πεδιάδες»

Καλοκαιρινές διακοπές, τότε που φάνταζαν περίπου ατελείωτες. Εκείνο το καλοκαίρι ανήκα στην αγέλη της άχαρης προεφηβικής ηλικίας. Είχα μόλις την προηγούμενη σχολική χρονιά μυηθεί στο πρώτο βιβλίο τρόμου που διάβασα στη ζωή μου: «Το μωρό της Ρόζμαρυ». Ήταν το εισιτήριό μου και ο κόσμος στον οποίο είχα μπει με είχε μαγέψει… ήθελα κι άλλο και το βρήκα στο μικρό μαγαζί όπου πουλούσε σχεδόν τα πάντα: ψάχνοντας ανάμεσα στα καινούρια και τα μεταχειρισμένα βιβλία, ήρθε στα χέρια μου το «Μανιτού» του Γκράχαμ Μάστερτον. Σοκ και δέος. Αλλά και ηδονή: η ηδονή να ανοίγεις το πιο σκοτεινό δωμάτιο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, να συναντάς τους δαίμονες τους οποίους λάτρευαν και έτρεμαν οι πρώτοι του γένους μας, τότε που οι δεσμοί με τους κόσμους που συνυπάρχουν με τον κόσμο μας δεν είχαν τόσο πολύ εξασθενίσει. Να τους συναντάς εκ του ασφαλούς μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου.

Στο «Μανιτού» που είναι και το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1976 και γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία, ένας απατεώνας μέντιουμ, ένας γιατρός και ένας Ινδιάνος σαμάνος (με το υπέροχο όνομα Βράχος που Τραγουδάει), θα ενώσουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να σώσουν τη ζωή μίας νέας γυναίκας, από μία πολύ ισχυρή απειλή από παρελθόν: από το μανιτού (το πνεύμα δηλ.) ενός πανίσχυρου Ινδιάνου μάγου από το 1650, την εποχή του αποικισμού της Βορείου Αμερικής από τους «Λευκούς», που είναι αποφασισμένος να ενσαρκωθεί στη σύγχρονη Νέα Υόρκη και να πάρει εκδίκηση για όσα συνέβησαν τότε εις βάρος της φυλής του…  Και αυτή η μάχη θα είναι σκληρή, ακραία, γεμάτη εικόνες φρίκης που δεν θα ξεχάσετε εύκολα…

Παρά τη δίκαιη σε πολλά σημεία κριτική για τη γραφή του, δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος συγγραφέας του είδους που μπορεί να σε τρομοκρατήσει τόσο πολύ και τόσο αυθεντικά, με τόσο «φτηνά κόλπα». Κανείς δεν μπορεί να το κάνει τόσο καλά όσο Μάστερτον: σκηνές τρόμου που ξεπηδούν από το υποσυνείδητο και σε σοκάρουν, σαν να σε ρίχνει κάποιος ξαφνικά σε μια σκοτεινή καταπακτή όπου θα πρέπει να αντιμετωπίσεις φόβους τους οποίους δεν ήξερες καν ότι είχες. Κι αυτό για μένα είναι σημαντικό γιατί ο τρόμος, πέρα από την ηδονή που εμπεριέχει, αν τον εμπιστευτείς μπορεί να σου αποκαλύψει πολλά για τον εαυτό σου τα οποία αγνοούσες. Το γιατί φοβάσαι αυτά που φοβάσαι, είναι μια ερώτηση αποκαλυπτική για το ποιος είσαι.

Υπάρχει και κάτι ακόμα σημαντικό στα βιβλία του Μάστερτον. Η βάση τους είναι η ύπαρξη του μαγικού κόσμου, του κόσμου της παγκόσμιας μυθολογίας, του κόσμου που αποκαλούμε μάλλον εύκολα «υπερφυσικό». Αν δεν πιστεύεις σε αυτόν τον κόσμο ή τους κόσμους, δεν μπορείς να περάσεις το κατώφλι τους. Κι αν δεν πιστεύεις στις οντότητες που τους κατοικούν, ούτε εκείνες μπορούν να περάσουν αυτό το κατώφλι. Όταν διαβάζεις τα βιβλία του, ο τρόμος που έχει την ικανότητα να σου προκαλεί είναι τόσο έντονος και ρεαλιστικός, ώστε καταργεί σχεδόν αυτομάτως αυτό το σύνορο. Ο Μάστερτον δεν χρησιμοποιεί τον γοτθικό τρόμο, δεν είναι ατμοσφαιρικός, δεν είναι τεχνίτης του λόγου, δεν είναι πλάστης κόσμων, δεν γράφει για το ανθρώπινο σκοτάδι. Είναι πρωτόγονος, αρχετυπικός, βίαιος, ωμός και γράφει για το σκοτάδι πριν τον άνθρωπο. Είναι εκείνος που θα σε τρομάξει πραγματικά με αυτό που πραγματικά πρέπει να φοβάσαι…

Δεν ξέρω αν θα με είχε επηρεάσει τόσο, αν τον είχα πρωτοδιαβάσει σε μεγαλύτερη ηλικία με διαμορφωμένο ήδη λογοτεχνικό γούστο, δεδομένου πως ό,τι διαβάζουμε σε σχετικά μικρή ηλικία, εντυπώνεται πιο έντονα μέσα μας. Όμως έτσι συνέβησαν τα πράγματα. Ο Μάστερτον ήταν η πρώτη μου αγάπη στη λογοτεχνία του τρόμου. Και τις πρώτες μας αγάπες δεν τις λησμονούμε, ακόμα κι αν γνωρίσουμε μεγαλύτερους έρωτες στην πορεία της ζωής μας.