Παντού ξένοι
Μέσα από ψυχαναλυτικές συνεδρίες και μια ανάκριση, σε συνέχειες, σε αστυνομικό τμήμα, ο διπλωμάτης Κωνσταντίνος Κοκόσης (γεν. 1951), παρουσιάζει την ιστορία του Αχιλλέα, πολιτικού πρόσφυγα από την Τσεχία. Ο παππούς αντάρτης στο βουνό, έφυγε χώρια από την οικογένειά του το 1949 και επέστρεψε, χαρακτηρισμένος από το κόμμα ως «ρεβιζιονιστής», το 1968. Ο γιος, μεγαλωμένος σε οικοτροφείο, έγινε αργότερα πειθήνιο κομματικό στέλεχος. Κι ο εγγονός, γεννημένος στο Ζάμπερκ, ορφανεμένος από μάνα, που τον υπεραγαπούσε, σε εφηβική ηλικία, τώρα, στα 30 πια, το μόνο που του μένει ως διέξοδος είναι να πάει να βρει την παιδική του φίλη στην απέναντι πλευρά της λίμνης των Πρεσπών.
Ο συγγραφέας διατρέχει τα σύνορα των βαλκανικών κρατών αμέσως μετά τον Εμφύλιο: από τη Φλώρινα στη Σκόδρα, στα Σκόπια, στο Μπούλκες… τέλος, στην Τσεχία. Μετά πίσω στην Ελλάδα, στο Σιδεροχώρι. Κι από κει στην Αθήνα, σε μια παλιά μονοκατοικία στον Κολωνό. Πατέρας και γιος προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους στην ανωνυμία της μεγαλούπολης, αφού όπου κι αν πήγαν ξένους τους θεωρούσαν, όχι Έλληνες. Αλλά ο Αχιλλέας μένει τραυματισμένος για πάντα.
Η αφήγησή του στον ψυχίατρο, η προσπάθεια του τελευταίου να αποκαταστήσει το δεσμό με τον απόμακρο πατέρα του, αποβαίνει μάταιη. Όπως και η προσπάθεια του αστυνομικού διευθυντή να του αποσπάσει «στοιχεία» για πρώην πολιτικούς πρόσφυγες που μπορεί να ενδιαφέρουν τις αρχές. Είναι το 1989, μόλις έχον αρχίσει να καταρρέουν, σαν χάρτινοι πύργοι, τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Η Ελλάδα, μητριά-πατρίδα, είναι ακόμα καχύποπτη για τα παιδιά της.
Μέσω του Αχιλλέα μιλά ο συγγραφέας, που φαίνεται να γνωρίζει «από πρώτο χέρι» την ιστορία των πολιτικών προσφύγων. Γιατί δεν είναι δυνατόν το μυαλό ενός διαταραγμένου νέου παιδιού να μπορεί να διατυπώσει με τέτοια σαφήνεια, την πορεία της οικογένειάς του, μια πραγματική Οδύσσεια. Ο συγγραφέας θα δώσει και τη διέξοδο σ’ αυτή την ιστορία δίχως τέλος, εξομολόγηση ανολοκλήρωτη, ευθύνη βαριά στους ώμους της Ελλάδας που δεν μπόρεσε να αγαπήσει όλα τα παιδιά της.