Λιτές ιστορίες φτιαγμένες από ξεχωριστά υλικά
Η Τίτσα Διαμαντοπούλου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε φιλολογία. Δημοσίευσε ποιήματα και ποιητικές πρόζες. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, «Λερωμενο φουστάνι» (2008), τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου από το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.
Στα 22 διηγήματα της νέας της συλλογής, η συγγραφέας μεταφέρει στο χαρτί πρόσωπα και καταστάσεις που εκκινούν από πραγματικές αφετηρίες, για να καταλήξουν είτε αδιέξοδα είτε με μία «έξοδο» στη φαντασία. Είναι φανερή η επίδραση από την ποίηση, που φαίνεται να την προσδιορίζει όσον αφορά τη δική της, ξεχωριστή φωνή. Ενδυόμενη τις πιο πολλές φορές τη μορφή ενός μοναχικού άνδρα, εργένη συνήθως, καθημερινού και κουρασμένου, σπάνια εξαιρετικού, κακού εραστή και έμπλεου φόβου θανάτου, και άλλοτε μιας γυναίκας, κοριτσιού ή ενήλικης αδιάφορο, εισάγει στα κείμενά της μια ιστορία που την εξελίσσει όπως αυτή θέλει, για να καταλήξει κάποιες φορές σε απρόσμενες κατευθύνσεις. Σπάνια τα διηγήματα υπερβαίνουν τις δύο με τρεις σελίδες, μικρού μεγέθους.
«Στο μπαρ», ένας άνδρας πίνει μόνος ένα ποτήρι ουίσκι, όταν εμφανίζεται η πρώην φίλη του που του αφήνει ένα μωρό. Ο Χάρης, στο «Αυτός και ο θάνατος» είναι ένας ζωντανός νεκρός. Μια κατακλυσμιαία βροχή αποκαλύπτει τα αδιέξοδα στο «Ο Ελεήμων», που ξεχνιούνται, ωστόσο, καθώς ο χρόνος κυλά. Στο «Μαγαζί με τα μπαχαρικά» το νοερό ταξίδι παίρνει απρόβλεπτη τροπή – «Ό,τι ζούμε υπάρχει μόνο στη φαντασία» (σελ. 24). Τα «Δακτυλικά αποτυπώματα» είναι η περιεκτική ιστορία ενός ζευγαριού, μιας απιστίας και ενός χωρισμού, ενώ το «Ξεροπήγαδο» είναι η τραυματική ανάμνηση του θανάτου ενός παιδιού σε ένα πηγάδι. Οι «Πόνοι και δοξασίες» είναι ένας ερωτικός αποχωρισμός (ή εγκατάλειψη). Στο «Χάπι» ο εύθυμος μεσήλικας της παρέας κρύβει μια ανεκπλήρωτη επιθυμία. Η «Κρυψώνα» μοιάζει να κρύβει ένα μυστικό που μέσα της κουβαλά η αφηγήτρια, ίσως (λέμε εμείς) την καθαρτήρια Τέχνη. Στην «Ωραία Ελένη» μια όμορφη γυναίκα ανασταίνει σύζυγο και τέσσερα παιδιά για να καταλήξει σε γηροκομείο: «Ζούσε στο λιθόστρωτο της αυλής μιαν αιώνια έξαψη, δίπλα στα δέντρα που μεγάλωναν συμφιλιωμένα με τη μοίρα. Το παλιό σπίτι ήταν ακόμα όρθιο.» (σελ. 51). Στο υπαρξιακό «Παιχνίδι του χρόνου», ο χρόνος είναι «ένα διάλειμμα στην αιώνια διάρκεια του θανάτου» (σελ. 60). Ένας μετανάστης (;) είναι ο επίδοξος αστυνομικός στον «Αινεία». Εικόνες εγκατάλειψης στο ταξίδι της επιστροφής στα «Κατεχόμενα», ιστορίες που ξεφεύγουν από το πλαίσιο ενός χρυσοποίκιλτου καθρέφτη στο ομώνυμο διήγημα. Ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να κοιμηθεί γίνεται δημόσια απειλή στο «Χωρίς ύπνο», ενώ «Τα παπούτσια» συμβολίζουν ένα ματαιωμένο εφηβικό ραντεβού. «Μέσα από φακό» ένας διασκεδαστής (ηθοποιός, τραγουδοποιός, θαυματοποιός) παρατηρεί τους ανθρώπους πριν τον τυλίξουν με ζουρλομανδύα. «Η χάρις του Θεού» μοιάζει ειρωνική όπως την αφηγείται μια γυναίκα στη συννυφάδα της. Στο «Κελί», ένας κρατούμενος φτιάχνει ιστορίες κοιτάζοντας ένα τετράγωνο ελεύθερου χώρου από τα σίδερα της φυλακής του. Οι «Τρεις μικρές αλεπούδες» κατασπαράζουν τον αφηγητή που τις υιοθετεί. Οι «Διαδρομές» είναι διαδρομές μιας ζωής και στην «Κυρία Αφροδίτη» πρωταγωνιστής αναδεικνύεται στο τέλος ο θάνατος.
Λιτά και καλοζυγισμένα, τα διηγήματα της Τίτσας Διαμαντοπούλου μας μεταφέρουν με ευαισθησία και διακριτικότητα σε τοπία της πόλης και της ψυχής, που φέρουν το φορτίο (μήπως όμως και την ευτυχία;) της γνώσης και της μνήμης.