Αέναη επιστροφή

Εν αρχή ην οι Νονοί. Αυτοί δημιουργούν ήρωες προορισμένους να ζήσουν στη σκηνή και στις σελίδες των βιβλίων. Τα όρια των χαρακτήρων αυτών και το εύρος της «ζωής» τους καθορίζεται αυστηρά από το εκάστοτε κείμενο. Τίποτα διαφορετικό, ή πέρα από αυτό, δεν δύναται να συμβεί. Τι γίνεται όμως όταν τα φώτα σβήσουν και οι σελίδες του βιβλίου κλείσουν; Οι ήρωες πού καταλήγουν, τι τους συμβαίνει; Μήπως επιθυμούν να αποκτήσουν πραγματική ζωή, να μην μείνουν εγκλωβισμένοι εσαεί στα στενά όρια του κειμένου τους –και στο μυαλό θεατών και αναγνωστών–, αλλά να απολαύσουν μια ζωή όπως αυτοί επιθυμούν;

Ο Αλέξης Σταμάτης δημιουργεί ένα πρωτόγνωρο σύμπαν προς τιμήν –και για χάρη– σημαινόντων χαρακτήρων βιβλίων και θεατρικών έργων. Ένα μέρος, ψηλά στο βουνό, ονόματι Πανσιόν, όπου δεν υπάρχει η έννοια του χρόνου, η εναλλαγή των εποχών, πρωί και βράδυ, πριν και μετά, και που φιλοξενεί τα ιδιαίτερα αυτά πλάσματα, τα οποία προσπαθούν να συμβιώσουν αρμονικά. Αλλά κατά πόσο είναι εφικτό κάτι τέτοιο; Οι χαρακτήρες και οι ιδιορρυθμίες τους συγκρούονται μεταξύ τους, ενώ κάποιοι λαχταρούν να ζήσουν στον πραγματικό κόσμο, να ερωτευτούν, να υπάρξουν ως οντότητες. Η Έντα Γκάμπλερ, πρωταγωνίστρια του βιβλίου αυτού και η πιο πρόσφατη άφιξη στην Πανσιόν, θα αναμετρηθεί με το μέσα της και το έξω της, ενώ θα συναναστραφεί με πλήθος αρχετυπικών χαρακτήρων.

Η Πανσιόν είναι το σπίτι τους, όποιος μπει εκεί, μένει για πάντα, δεν υπάρχει έξοδος διαφυγής. Κι αν προσπαθήσει να δραπετεύσει, θα τιμωρηθεί με εγκλεισμό στο λευκό δωμάτιο. Εκεί όπου όσοι βρεθούν είναι υποχρεωμένοι να παίζουν οι ίδιοι τους χαρακτήρες τους σε μια παράσταση που επαναλαμβάνεται χωρίς παύση εσαεί. Κάτι εξαντλητικό για την ψυχή και το σώμα, μαρτυρικό! Ακόμα κι αν οι ήρωες είναι καταδικασμένοι να πεθάνουν στο τέλος του κειμένου τους, οι χαρακτήρες δεν πεθαίνουν ποτέ. Και ξαναρχίζουν από την αρχή. Πάλι και πάλι και πάλι.

Και ενώ όλοι οι ένοικοι έχουν συμβιβαστεί με τη μόνιμη πλέον εγκατάστασή τους στην Πανσιόν και τίποτα δεν τους κουνάει από εκεί, η Έντα είναι ανυποχώρητη ως προς την επιθυμία της να δραπετεύσει. Αρνείται να συμβιβαστεί με αυτό το ημίμετρο που της παρέχει το νέο της σπίτι και ψάχνει εναγωνίως τρόπους να φύγει από εκεί. Για να «γίνει ολόκληρη», να είναι ελεύθερη. Όταν προσπαθήσει να δραπετεύσει, θα υποστεί την τιμωρία της. Μόνο που κάποια στιγμή θα βγει από το δωμάτιο – αρκετά συνετίστηκε, καιρός να συνεχίσει τη «ζωή» της στην Πανσιόν σιωπηλή και υποταγμένη. Μόνο που η Έντα δεν το βάζει κάτω, είναι φτιαγμένη από ατσάλι, θα πάρει μια ακόμα τολμηρή απόφαση, να αλλάξει η ίδια το τέλος τους έργου της. Κι έπειτα να βρεθεί έξω, στον καθαρό αέρα.

Στο Λευκό Δωμάτιο ο Αλέξης Σταμάτης κατορθώνει κάτι εξαίσιο. Να αναμείξει τη θεατρική γραφή με αυτή του αφηγήματος. Έτσι, το θέατρο «εισβάλλει» στα χωράφια του μυθιστορήματος. Με τους γυμνούς διαλόγους να υπερτερούν, συνοδεία αρκετών σκηνοθετικών οδηγιών, χωρίς να λείπουν ολόκληρα κεφάλαια στα οποία τα ηνία παίρνει η καθαρή αφήγηση, αλλά και οι εκτενείς φιλοσοφικές σκέψεις, περί ύπαρξης και ανατροπών στη ζωή. Ο λόγος, ωστόσο, είναι σύντομος και κοφτός, η γραφή στακάτη, η αφήγηση τόσο όσο, ίσα για να μπουν στο κλίμα οι αναγνώστες, να καταλάβουν τι συμβαίνει. Τίποτα δεν περισσεύει.

Εξαιρετικά καλογραμμένο μυθιστόρημα, σφιχτοδεμένο, που παρασύρει τον έκπληκτο αναγνώστη σε ένα πρωτόγνωρο σύμπαν, όπου υπερτερεί το επινοημένο. Να υπάρχει άραγε κάτι τέτοιο πραγματικά;