Είναι απόγευμα Παρασκευής, η δουλειά έχει τελειώσει, και η Rachel βρίσκεται στο τρένο της επιστροφής προς το σπίτι έχοντας ήδη αρχίσει να πίνει. Με αυτό τον τρόπο ξεκινάει το μυθιστόρημα της Paula Hawkins και καταφέρνει αμέσως να εξάψει την περιέργεια του αναγνώστη. Άλλωστε πόσο συχνά συναντάμε μια αλκοολική αφηγήτρια;

Η Rachel, η οποία ακόμα δεν μπορεί να ξεπεράσει το χωρισμό της από τον Tom και το γεγονός ότι αυτός αμέσως δημιούργησε μια νέα οικογένεια, έχει τη συνήθεια να κοιτάζει έξω από το παράθυρο του τρένου όταν φτάνει στην παλιά της γειτονιά. Αποφεύγει να κοιτάζει το σπίτι που έμενε όταν ήταν παντρεμένη με τον Tom και εστιάζει την προσοχή της σε ένα άλλο σπίτι, όπου παρακολουθεί ένα νεαρό και όμορφο ζευγάρι να κάθεται στη βεράντα. Είναι τέτοια η εμμονή της με αυτό το ζευγάρι και την ολοφάνερη ευτυχία του, που τους έχει δώσει και ονόματα. Ώσπου κάποια μέρα βλέπει κάτι που τα ανατρέπει όλα: παρακολουθεί την κοπέλα να αγκαλιάζει στην ίδια βεράντα έναν άλλο άντρα. Την επόμενη μέρα μαθαίνει ότι η κοπέλα εξαφανίστηκε, ενώ η ίδια η Rachel έχει σημάδια επίθεσης.

Όμως, η Rachel δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα απ’ όσα κάνει όταν πίνει. Τηλεφωνεί στον πρώην σύζυγό της και τον παρενοχλεί διαταράσσοντας την οικογενειακή του γαλήνη. Άλλες φορές επιστρέφει στην παλιά της γειτονιά και παρακολουθεί το σπίτι της. Μήπως το βράδυ που εξαφανίστηκε η Megan, έτσι ονομάζεται το κορίτσι στη βεράντα, η Rachel βρισκόταν εκεί; Και τι ακριβώς σημαίνουν οι εικόνες του Tom και της Anna, της νυν συζύγου, να απομακρύνονται από κοντά της οργισμένοι εκείνο το βράδυ; Η αστυνομία, φυσικά, δε λαμβάνει υπόψη της τα όσα τους λέει γι’ αυτά που είδε από το τρένο. Κανένας δεν πιστεύει μια αλκοολική. Η Rachel, όμως, δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό της ότι γνωρίζει κάτι παραπάνω που χάνεται στην ομίχλη του ποτού. Μπλέκεται στην ιστορία, προσεγγίζοντας υπόπτους και ωθώντας τον ένοχο σε απελπισμένη αντίδραση.

Η συγγραφέας έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, έξυπνα δομημένο μέσα από τρεις παράλληλες αφηγήσεις που διακόπτουν η μία την άλλη σε κρίσιμα σημεία αυξάνοντας την αγωνία. Η βασική αφήγηση γίνεται από την Rachel γεγονός που δημιουργεί μια αβεβαιότητα στον αναγνώστη κατά πόσον μπορεί να εμπιστευτεί έναν αφηγητή που δεν μπορεί να θυμηθεί τι έχει κάνει. Η Megan, το κορίτσι της βεράντας που εξαφανίζεται, παρουσιάζει τη δική της εκδοχή της ιστορίας, τα ψυχολογικά της προβλήματα και τις λανθασμένες επιλογές. Η αφήγησή της μετατρέπεται σε εξομολόγηση, ιδιαίτερα όταν βρίσκεται το πτώμα της και πράγματα για το παρελθόν της έρχονται στην επιφάνεια. Τέλος, η Anna, η νέα σύζυγος του Tom, όμορφη και ποθητή, αλλά ταυτόχρονα ρηχή και εγωκεντρική, εστιάζει στην αφήγησή της στο να κατηγορήσει την πρώην σύζυγο και να βρει τρόπους να τη βγάλει επιτέλους από τη ζωή τους. Ωστόσο, το πρόβλημά της δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στο γεγονός ότι ένα κομμάτι της αρχίζει να νιώθει αμφιβολίες για τον ίδιο της τον άντρα και ο φόβος μήπως γίνει αυτή η νέα Rachel έρχεται στην επιφάνεια.

Χρησιμοποιώντας τρεις αναξιόπιστες, καθώς είναι έντονα φορτισμένες, αφηγηματικές φωνές, η συγγραφέας δεν εστιάζει στο έγκλημα, αλλά στο πριν και το μετά. Προφανώς και η αναζήτηση του δολοφόνου βρίσκεται στο επίκεντρο, αλλά αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο τον αναγνώστη είναι το τι οδήγησε σε αυτή την ενέργεια και το πώς καταφέρνει ο δολοφόνος να καλύπτει τα ίχνη του. Με μικρά βήματα και συνεχείς ανατροπές στην πλοκή, η Paula Hawkins σε οδηγεί στον ένοχο, που πιθανόν να έχεις υποψιαστεί, αλλά να μην μπορείς –και να μην θέλεις να το πιστέψεις.