Καφκική ατμόσφαιρα και χιούμορ

Ο Μπενουά Ντυτέρτρ γεννήθηκε το 1960 κοντά στη Χάβρη και σπούδασε μουσικολογία στη Ρουέν. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, μυθιστορήματα και δοκίμια, αρθρογραφεί σε διάφορα έντυπα και έχει δική του μουσική εκπομπή στο γαλλικό ραδιόφωνο. «Το κοριτσάκι και το τσιγάρο» εκδόθηκε στη Γαλλία το 2005.

Η τελευταία επιθυμία ενός θανατοποινίτη, να καπνίσει ένα τσιγάρο, προσκρούει στον εσωτερικό κανονισμό της φυλακής που απαγορεύει το κάπνισμα. Η δικηγόρος του μελλοθάνατου βρίσκει την ευκαιρία να ζητήσει αναβολή της εκτέλεσης και η υπόθεση μεταφέρεται στο Ανώτατο Δικαστήριο. Ένας δημοτικός υπάλληλος βιώνει καθημερινά τη δική του κόλαση: θέλοντας να προβληθεί «ως φίλος της ζωής, της νεότητας, της παιδικής ηλικίας και της κίνησης», ο επανεκλεγείς δήμαρχος έχει εγκαταστήσει ένα δίκτυο βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών σε όλα τα κτήρια της Διοικητικής Πολιτείας, έδρα των κυριότερων υπηρεσιών του δήμου, αφήνοντας τα μισά γραφεία για τις άλλες δημοτικές υπηρεσίες. Έτσι, υπάλληλοι και νέα γενιά υποχρεώνονται σε μια «ευτυχή συγκατοίκηση». Όταν ο σαρανταπεντάρης ήρωας καταφεύγει στην τουαλέτα για να καπνίσει, με χίλιες προφυλάξεις, ένα τσιγάρο, «συλλαμβάνεται επ΄αυτοφόρω» από ένα πεντάχρονο κοριτσάκι. Η απότομη συμπεριφορά του (φυσιολογική, ωστόσο, σε άλλες εποχές) και οι έντεχνα διοχετευόμενες υποψίες για παιδεραστία έχουν τελικά ως συνέπεια να προφυλακισθεί για «έγκλημα κατά της παιδικής ηλικίας».

Ο Μπενουά Ντυτέρτρ συνδέει επιδέξια αυτές τις δύο ξεχωριστές, αρχικά, ιστορίες. Σε μια κοινωνία που σφίγγει τον κλοιό γύρω από τους πολίτες επιβάλλοντας με θρησκευτική αυστηρότητα την απαγόρευση του καπνίσματος  σε δημόσιους, ακόμη και ιδιωτικούς, χώρους και το σεβασμό της παιδικής ηλικίας, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αντιδράσει παρά μόνον ατομικά. Κι έτσι ο νεαρός μαύρος Ντεζιρέ Τζόνσον, καταδικασμένος σε θάνατο για τη δολοφονία ενός (λευκού) αστυνομικού, βρίσκει έναν τρόπο να σώσει τον εαυτό του, αλλά και τη διορισμένη από το δικαστήριο συνήγορό του, στέλνοντας ένα μήνυμα από τις οθόνες της τηλεόρασης. Το ίδιο, ο δυστυχής δημοτικός υπάλληλος θα επιχειρήσει να «εξιλεωθεί» και μάλλον θα τα καταφέρει – κι ας έχει θλιβερό τέλος, αντίθετα από τον Ντεζιρέ που γίνεται λαϊκός ήρωας.

Η πλοκή παρουσιάζει συνεχείς ανατροπές, με στοιχεία παρωδίας. Η γλώσσα είναι επεξεργασμένη, λογοτεχνική, καθόλου ξύλινη, ακόμα και όταν περιγράφει σε «απευθείας μετάδοση» την πραγματοποίηση της τελευταίας επιθυμίας του Τζόνσον (σελ. 84-93), που είναι μία από τις πιο συναρπαστικές σκηνές του βιβλίου. Ο Ντυτέρτρ στήνει ένα σκηνικό που θυμίζει έργα του Κάφκα, με τον εγκλωβισμό του ατόμου απέναντι σε μια πανίσχυρη εξουσία. Η σφοδρή κριτική που ασκεί στο δήμαρχο φαίνεται να παραπέμπει σε συγκεκριμένο  πολιτικό πρόσωπο, εφόσον όμως δεν αναφέρεται ρητά, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. [Σε μια άλλη υποδήλωση, πάντως, ο σκύλος του ήρωα λέγεται Σαρκό.] Με χιούμορ, σαρκασμό και ειρωνεία ο συγγραφέας υπερασπίζεται το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε κάθε καταδυνάστευση και τελικά τον ίδιο τον άνθρωπο.