Κάθε φορά που διαβάζω κάποιο βιβλίο, μυθιστόρημα, βιογραφία ή ιστορικό χρονικό, με θέμα ή φόντο τον Εμφύλιο, μαθαίνω και κάτι καινούργιο: ένα ανθρώπινο δράμα, ένα γεγονός, μια πτυχή της ιστορίας που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσα ή ήξερα μόνο ένα μέρος. Και κάθε φορά εκπλήσσομαι που αυτό το θαμμένο κομμάτι εκείνης της περιόδου, αυτό το νεκροταφείο της σύγχρονης ιστορικής μνήμης, έχει ακόμα τόσα κρυμμένα μυστικά, τόσους άλιωτους νεκρούς και τόσα, τραγικά και τεράστια, λάθη…

Στις 29 Μαΐου 1945 μια βρετανική Ντακότα φέρνει στην Αθήνα τον Νίκο Ζαχαριάδη, κρατούμενο μέχρι τότε στο Νταχάου. Οι οπαδοί της Αριστεράς τον υποδέχονται σαν μεσσία. Ο εμφύλιος πόλεμος ξεκινά, με τις καταστροφικές για τη χώρα συνέπειες, και ο ίδιος καταλήγει τελικά στη Σιβηρία, εκτοπισμένος από το καθεστώς στο οποίο ήταν τυφλά αφοσιωμένος, όπου και θα δώσει τέλος στη ζωή του.

Το «Κόκκινο τανγκό» βεβαίως δεν είναι ιστορικό ντοκουμέντο ούτε βιογραφία του Νίκου Ζαχαριάδη. Είναι μία παρολίγον τηλεοπτική σειρά που έγινε τελικά μυθιστόρημα, το κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη Κώστα Κουτσομύτη που δυστυχώς δεν έζησε για να το δει τυπωμένο. Όπως διαβάζουμε στον  πρόλογό του, το υλικό της έρευνάς του το είχε ήδη συγκεντρώσει από το 1993 αλλά ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια η οικονομική κρίση, ματαίωσαν τις προσπάθειές του. Εμπιστεύτηκε όμως τον οικογενειακό του γιατρό και συγγραφέα Ευάγγελο Μαυρουδή και έτσι δημιουργήθηκε, μέσα από τη στενή συνεργασία τους, αυτή η μυθιστορηματική ψυχογραφία του Ζαχαριάδη, για την άνοδο και την πτώση του ως ηγέτη του ΚΚΕ, όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου. Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες συνυπάρχουν με ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Νίκος Μπελογιάννης, ο αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού Μάρκος Βαφειάδης, αλλά και οι γυναίκες που ερωτεύθηκαν τον Νίκο Ζαχαριάδη.

Θα ήθελα εδώ να διευκρινίσω ότι το βιβλίο απευθύνεται σε εκείνους τους αναγνώστες που γνωρίζουν ποιος ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης και ποια τα βασικά γεγονότα της δραματικής περιόδου πριν και μετά τον Εμφύλιο. Πρέπει ο αναγνώστης να έχει κάποια συνάφεια και γνώση, για να μπορέσει να διαχωρίσει το μυθιστορηματικό στοιχείο από το ιστορικό ντοκουμέντο με το οποίο συνυπάρχει: για να μην περάσει δηλαδή τη μυθοπλασία για ιστορία και το αντίστροφο. Αν κατέχει ένα βασικό επίπεδο γνώσης για τον Εμφύλιο και τα γεγονότα της εποχής, τότε θα μπορέσει πραγματικά να εκτιμήσει την έρευνα του Κώστα Κουτσομύτη που φέρνει στο φως τον άνθρωπο Νίκο Ζαχαριάδη: το ψυχογράφημά του, τις εμμονές και τις αδυναμίες του, τον γρανιτένιο χαρακτήρα του που τον οδήγησε σε σκληρές ακόμα και άδικες αποφάσεις εναντίον των ίδιων του των συντρόφων, αλλά και στην επιλογή της αυτοκτονίας το 1973, απομονωμένος και σε δυσμένεια από το ΚΚΕ και το ΚΚΣΕ, στο Σουργκούτ της Σιβηρίας.

Αυτό ακριβώς το τραγικό στοιχείο της ζωής του την οποία αφιέρωσε στο «κουκουέδικο» (όπως και τόσοι άλλοι εκείνης της γενιάς), είναι το δυνατό σημείο του βιβλίου. Το κείμενο σαφώς είναι γραμμένο μέσα από τα μάτια και την οπτική του Νίκου Ζαχαριάδη τον οποίο οι συγγραφείς χειρίζονται ως ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Και πράγματι ήταν, όπως και πολλοί άλλοι στην ηγεσία της τότε Αριστεράς, γνωστοί ή άγνωστοι στο ευρύ κοινό, που με τις επιλογές τους πήραν όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και πολύ κόσμο στο λαιμό τους: από τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων έως τις δύο πιο «σκοτεινές» αποφάσεις του Νίκου Ζαχαριάδη, την αποχή από τις εκλογές του 1946 και την αποκήρυξη του Άρη Βελουχιώτη.

Στα υπέρ και η κινηματογραφική ροή της αφήγησης -όπως τη συνέλαβε υποθέτω ο Κώστας Κουτσομύτης και όπως θα τη βλέπαμε αν γυριζόταν εκείνη η σειρά-, αλλά και τα σωστά τοποθετημένα και λειτουργικά στοιχεία της μυθοπλασίας από το κόκκινο τανγκό του τίτλου που συνοδεύει σε όλη του τη ζωή τον Ζαχαριάδη ώς τον νάνο «διπλό πράκτορα» Λουκά που τον ακολουθεί και τον παρακολουθεί από τη στιγμή της επιστροφής στην Ελλάδα έως την ημέρα της αυτοκτονίας του στη Σιβηρία. Μια αυτοκτονία-πολιτική διαμαρτυρία, την οποία είχαν αποσιωπήσει οι σύντροφοί του στην Ελλάδα και τη Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1991…

Ο Εμφύλιος, μαζί με τη Μικρασιατική καταστροφή, αποτελούν ακόμα και σήμερα τα δύο μεγάλα αφηγήματα της ελληνικής νεότερης ιστορίας καθώς και τα δύο μεγαλύτερα ψυχικά τραύματα της συλλογικής μας μνήμης. Εξ ου και παραμένουν θέματα ανεξάντλητα…