«Ένιωθε επίσης κάτι από εκείνη την παράξενα νηφάλια ανάταση ψυχής που ήξερε πως σήμαινε ποίηση, είχε όμως συναίσθηση ότι τέτοιου είδους συγκινήσεις είναι ντροπαλά αγρίμια, και προς στιγμήν τους γύρισε την πλάτη, από φόβο πως θα τις τρόμαζε και θα χάνονταν».

Εύστροφο, σκωπτικό, ειρωνικό, ατμοσφαιρικό, σουρεαλιστικό, κόντρα σε όλες τις αναγνωστικές πεποιθήσεις μας περί αστυνομικού μυθιστορήματος εφόσον οι αλλόκοτοι… ντετέκτιβ είναι ένας ποιητής και ένας καθηγητής πανεπιστημίου, «Το κινητό παιχνιδάδικο» είναι μια μαγική ποιητική σπαζοκεφαλιά. Από στίχο σε στίχο (λόγω διαστροφής μιας πλούσιας κληρονόμου να σπείρει τη διαθήκη της μέσα από τον Τύπο και μέσω της σκωπτικής ποίησης), από βιβλίο σε βιβλίο, από συγγραφέα σε συγγραφέα και από αλλόκοτους κληρονόμους σε αλλόκοτους δολοφόνους. Το κερασάκι στην ιστορία, το παιχνιδάδικο που εξαφανίζεται το πρωί για να δώσει τη θέση του σε ένα μαγαζί με Εδώδιμα και Αποικιακά. Και φυσικά όλα αυτά μονάχα στον ποιητή Ρίτσαρντ Κάντογκαν θα μπορούσαν να συμβούν, ο οποίος αφού κατορθώνει να πάρει μια γλίσχρα προκαταβολή από τον Σκρουτζ εκδότη του, αποφασίζει να κάνει ολιγοήμερες διακοπές «έμπνευσης» και «περιπέτειας» στην πόλη των σπουδών του, την Οξφόρδη. Αλλά τα πάντα μπορεί, τελικά, να σου συμβούν αρκεί εσύ να είσαι ανοιχτός στο ενδεχόμενο. Από ένα παιχνιδάδικο και ένα πτώμα που εξαφανίζεται, μέχρι μια διαθήκη γεμάτη γρίφους και ποίηση.

Βοηθός του στη διαλεύκανση του μυστηρίου ο παλιός συμμαθητής του, εκκεντρικός καθηγητής Τζέρβας Φεν. Μέσο μετακίνησης, μια περίεργη σακαράκα. Πρώτα φτάνει η εξάτμιση και μετά το όχημα. Τα αποκαλυπτικά ίχνη, μια σειρά από σατιρικά πεντάστιχα. Επίδοξοι δολοφόνοι, οι κληρονόμοι: Ένα μέντιουμ, ένας αγανακτισμένος θαυμαστής της Τζαίην Ώστεν, η κοκκινομάλα Σάλλυ που μισεί τη ζωή, κι ένας νευρωτικός γιατρός. Η αγγελία: «Ράυντ, Ληντς, Δύση, Μολντ, Βερολίνο, Ααρών Ρόσσετερ, δικηγόρος, Κορνμάρκετ 193A». Βγάλε άκρη!

Το αποτέλεσμα, ένα απολαυστικό, ιδιοφυές, αστείο, γρήγορο, βιβλιοφιλικό,  αστυνομικό μυθιστόρημα «γεμάτο απολαυστικούς λογοτεχνικούς και γλωσσικούς γρίφους». Με ανατροπές σαν παιδικό παιχνίδι, με γοητεία σαν σονέτα του Σαίξηρ, με την πραγματικότητα να κλείνει διαρκώς το μάτι στην υπέρβαση και με το έγκλημα να αναβλύζει γέλιο αντί αίμα. Με ένα ερευνητικό δίδυμο που λύνει άρρητους γρίφους όντας στον κόσμο του. Και με μια πάμπλουτη γηραιά κυρία που σπάει πλάκα απ’ το υπερπέραν.

Ο συγγραφέας του, Έντμουντ Κρίσπιν (Ρόμπερτ Μπρους το πραγματικό του όνομα), γεννημένος το 1921 από ιρλανδοσκωτσέζικη οικογένεια, μοιάζει να παίζει στα δάχτυλα ποίηση, μουσική και κινηματογράφο. Και δεν διστάζει ουδόλως! Τα καθιστά σώμα του εγκλήματος! Μια μικρή –μεγάλη παρένθεση. Στο βιβλίο εγκιβωτίζεται και ένα δοκίμιο περί ποίησης. Ποιητής γαρ και ο συγγραφέας του και ο ήρωας. Ιδού δείγμα:

«”Επειδή”, είπε ο Κάντογκαν, προσπαθώντας αμήχανα να μετρήσει το μήκος των δικών του μαλλιών με το αριστερό χέρι του, “η ποίηση δεν είναι το απόσταγμα της προσωπικότητας. Με αυτό θέλω να πω ότι υπάρχει ανεξάρτητα από το μυαλό σου, τις συνήθειές σου, τα συναισθήματά σου και όλα όσα συμβάλλουν στη δημιουργία της προσωπικότητάς σου. Το ποιητικό συναίσθημα είναι απρόσωπο; Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν μεγάλο δίκιο που το αποκαλούσαν “οίστρο”. Γι’ αυτόν το λόγο, αυτό που είσαι ως άτομο δεν αξίζει δεκάρα. Το μόνο που αξίζει είναι κατά πόσο είσαι ένας καλός δέκτης των ποιητικών κυμάτων. Η ποίηση σε επισκέπτεται αιφνιδιαστικά, πηγαινοέρχεται όποτε κάνει κέφι σ’ εκείνη”.

“Άρα, λοιπόν, με τι μοιάζει;”

“Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να την εξηγήσω καλά, επειδή δεν την καταλαβαίνω καλά, και ελπίζω να μην την καταλάβω ποτέ. Όμως σίγουρα η ουσία της δεν είναι το α-δες-τι-ωραία-τριαντάφυλλα ή ω-πόσο-χάλια-νιώθω-σήμερα. Αν ήταν πάντα έτσι, τότε θα είχαμε σαράντα εκατομμύρια ποιητές στην Αγγλία μέχρι σήμερα. Είναι μια αλλόκοτη παθητική αίσθηση. Κάποιοι λένε πως είναι σαν να προσέχεις κάτι για πρώτη φορά, όμως εγώ νομίζω πως είναι πιο πολύ σαν να προσέχει εσένα αυτό το κάτι για πρώτη φορά. Νιώθεις λες και το τριαντάφυλλο ή το οτιδήποτε κι αν είναι αυτό ακτινοβολεί προς εσένα. Με τρόπο ίδιο κι απαράλλαχτο, μετά την πρώτη στιγμή, σου έρχεται στο νου η φράση για να το περιγράψεις∙ κι όταν αυτό συμβεί, συνέρχεσαι: Όλη σου η προσωπικότητα επιστρέφει ορμητικά, και τότε γράφεις τους ‘Θρύλους του Καντέρμπουρυ’ ή τον ‘Χαμένο παράδεισο’ ή τον ‘Βασιλιά Ληρ’, ανάλογα με το είδος του ανθρώπου που τυχαίνει να είσαι. Αυτό είναι δικό σου θέμα πια”.

“Και συμβαίνει συχνά αυτό;”

Στα σκοτεινά, ο Κάντογκαν σήκωσε τους ώμους. “Κάθε μέρα. Κάθε χρόνο. Δεν μπορείς να ξέρεις αν κάθε φορά, όποτε κι αν έρθει, θα είναι ή δεν θα είναι η τελευταία… Στο μεταξύ, φυσικά, ο άνθρωπος γίνεται πληκτικός και μεσόκοπος”»…