Η αρχή του γοτθικού μυθιστορήματος
«Το κάστρο του Οτράντο» δημοσιεύτηκε το 1764 και είχε τον υπότιτλο «μια γοτθική ιστορία» – αυτή είναι και η πρώτη φορά που συναντάμε τον όρο «γοτθικός» στη λογοτεχνία. Ο Οράτιος Ουόλπολ, ο οποίος πέρα από τα μυθιστορήματά του άφησε πίσω του και περίπου 3.000 επιστολές, δημοσίευσε αρχικά το μυθιστόρημα χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο και το παρουσίασε ως μετάφραση ιταλικού κειμένου, φοβούμενος τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του. Αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ήταν η τεράστια επιτυχία του έργου, που θα αποτελούσε την αρχή του γοτθικού μυθιστορήματος και πρόδρομο των έργων της Ανν Ράντκλιφ και της Μαίρης Σέλλεϋ.
Ο Μάνφρεντ είναι ο ηγεμόνας του κάστρου του Οτράντο. Σκληρός, αδίστακτος και πανούργος, αψηφά τα πάντα προκειμένου να πετύχει τους στόχους του. Όταν ο γιος του σκοτώνεται λίγο πριν το γάμο του με την όμορφη Ισαβέλα, ο Μάνφρεντ αποφασίζει ότι πρέπει να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί ο ίδιος την παραλίγο νύφη του. Η κοπέλα δεν μπορεί να αντέξει αυτή τη σκέψη και δραπετεύει στα υπόγεια του κάστρου, όπου θα προσπαθήσει να ξεφύγει από τα χέρια του Μάνφρεντ με τη βοήθεια ενός νεαρού χωρικού. Όταν ο χωρικός αιχμαλωτίζεται, θα τον βοηθήσει να δραπετεύσει η Ματθίλδη, η κόρη του Μάνφρεντ, η οποία δεν μοιάζει καθόλου στον άδικο πατέρα της. Ο Μάνφρεντ βλέπει τα σχέδιά του να ναυαγούν, αρχίζει να αισθάνεται την παρουσία φαντασμάτων και τον τρόμο μιας παλιάς προφητείας σχετικά με τον αφανισμό της οικογένειάς του να τον πλησιάζει απειλητικά.
Οι τύποι στο γοτθικό μυθιστόρημα είναι ξεκάθαροι: ο απόλυτα κακός ήρωας, ο ενάρετος καλός νέος, η αγνή κοπέλα που βρίσκεται σε κίνδυνο. Συνηθισμένο είναι επίσης και το σκηνικό: μεγάλα κάστρα, σκοτεινά υπόγεια, μπουντρούμια, μοναστήρια-καταφύγια, τρομαχτικά δάση και σπηλιές. Οι σκιές και οι θόρυβοι συμπληρώνουν την τρομακτική ατμόσφαιρα. Φυσικά χρειάζεται μια διευκρίνηση σχετικά με το τι εννοούμε με τον όρο «τρομακτική». Ο σημερινός αναγνώστης δεν τρομάζει διαβάζοντας το «Κάστρο του Οτράντο». Το διαβάζει απλά για την απόλαυση του είδους. Ο αναγνώστης του 18ου αιώνα, όμως, μπορούσε να τρομάξει διαβάζοντας τις περιγραφές, όπως μπορούσε να νιώσει τον φόβο της Ισαβέλας και να μισήσει τον Μάνφρεντ. Σήμερα, κανείς δεν θα συμμεριστεί αυτά τα συναισθήματα, αλλά, εάν κάποιος απομονώσει την εξέλιξη της ιστορίας, και εστιάσει στις εικόνες και τους ήχους, τότε θα δει ξεκάθαρα στο μυαλό του το κάστρο που μαστίζεται από τα καιρικά φαινόμενα, γεμάτο σκιές και επικίνδυνες διαδρομές. Και μόνο για αυτές τις ολοζώντανες εικόνες αξίζει κάποιος να διαβάσει το μυθιστόρημα.
Αξιόλογος και άκρως ενημερωτικός ο πρόλογος του κ. Μάκη Πανώριου.