Πάντα υπάρχει ελπίδα, αφού το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα
Ο Τάσος χάνεται χορεύοντας έξω από μια σπηλιά, ο Χρόνης είναι καθηλωμένος σε αμαξίδιο και αδυνατεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, ο Λάζαρος το Τόξο περιδιαβαίνει καθημερινά ολόκληρο το νησί παραληρώντας και καλώντας τον γιο του, τον Πέτρο, που δε λέει να φανεί, και η Άρτεμη με τον Σταύρο ενώ έκαναν χίλια όνειρα ερχόμενοι στο νησί, το σύστημα, τα καρτέλ και οι αρουραίοι τούς τα έκαψαν όλα και τώρα πετούν χαρταετό Ιούλιο μήνα.
Όλοι τους πρωταγωνιστές των διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου, όλοι τους κατοικούν σε ένα νησί του Αιγαίου και είναι εσωτερικοί μετανάστες από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήρθαν σε αυτό με την ελπίδα μιας νέας ζωής, αφού κάθε προηγούμενη μετατράπηκε σε αποκαΐδια, και προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν, ενώ ο φόβος για το μέλλον φωλιάζει για τα καλά μέσα τους. Όσα χρόνια όμως κι αν περάσουν, πάντα θα είναι στην απέξω, πάντα για τους ντόπιους θα είναι οι «ξενομπάτες», οι πρόσφυγκες, που ήρθαν στα μέρη τους για να χαλάσουν την πιάτσα. Ο πόλεμος μεταξύ τους έχει ανάψει για τα καλά και δε λέει να λήξει. Κανείς δε συμπαθεί κανέναν, όλοι τους μισούν όλους.
Το νησί και οι κάτοικοί του είναι κοινό σε όλα τα διηγήματα. Τα κεντρικά πρόσωπα, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ήρθαν και το τι κατάφερε ο καθένας να «φτιάξει» σ’ αυτό αλλάζουν μόνο. Όλοι τους θυμούνται και συχνά πισωγυρνούν, με μια δόση πίκρας, στη ζωή που άφησαν πίσω –με εμβόλιμα στην αφήγηση περασμένα περιστατικά–, σε όλα αυτά που έχουν χαθεί πια, αναρωτώμενοι για ποιο λόγο μαζί με όλα τ’ άλλα δεν έχασαν και τη μνήμη τους. Το νησί γι’ αυτούς τους ανθρώπους είναι κόλαση και φυλακή. Όλοι γνωρίζονται με όλους, κανείς δεν μπορεί να απομονωθεί, κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει από αυτό.
Ο Χρήστος Οικονόμου έχει την ικανότητα να αφηγείται τις ιστορίες του με έναν δικό του μοναδικό τρόπο. Με γοργό ρυθμό και ασθματική γραφή, με ασυνεπή στίξη, η οποία εκ πρώτης όψεως μοιάζει λειψή, αλλά ουσιαστικά οδηγεί και συντονίζει την ανάγνωση, και με μια αυτιστική σχεδόν επανάληψη ίδιων λέξεων, προτάσεων, αποσπασμάτων ολόκληρων που δημιουργεί μουσικότητα και δίνει ρυθμό. Και το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να είναι εξίσου μοναδικό.
Κανείς από τους ήρωες δεν το βάζει κάτω. Μέχρι το τέλος όλοι περιμένουν και πιστεύουν –γιατί έχουν ανάγκη να το πιστέψουν– ότι το καλό θα ‘ρθει από τη θάλασσα. Κάποιοι χάνονται γι’ αυτό το «πιστεύω», κάποιοι άλλοι παίρνουν θάρρος απ’ αυτό για να πράξουν το ακατόρθωτο, κάποιοι λαχταρούν να αντικρύσουν το δικό τους μοναδικό χειροπιαστό καλό και άλλοι συνεχίζουν να αγωνίζονται παρ’ όλες τις αναποδιές και τις φοβέρες.