Η Ιστορία και οι μικρές ιστορίες βαδίζουν παράλληλα στην ιστορική μνήμη. Η επίσημα καταγεγραμμένη Ιστορία και οι κατά καιρούς αναλύσεις της προσφέρουν το ευρύ σύνολο, τον καμβά πάνω στον οποίο απλώνονται οι μικρές ιστορίες, οι προσωπικές μαρτυρίες που έρχονται να προσθέσουν ένα στοιχείο που η επίσημη Ιστορία, όπως οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, αδυνατεί να συμπεριλάβει, την ανθρώπινη εμπειρία, το βίωμα. Μια τέτοια εμπειρία καταθέτει στη μαρτυρία του ο Αθανάσιος Ι. Πισσάνος (1925-2003) Το ιστορικό της ομηρίας μου στη Γερμανία: 1944-1945 και φέρνει στο ευρύ κοινό εικόνες από τη φρικτή περιπέτεια που έζησαν οι Κοκκινιώτες που μεταφέρθηκαν ως σκλάβοι-εργάτες στο λατομείο του Μπένσχαϊμ-Άουερμπαχ.

Η περιπέτεια του Πισσάνου και των υπολοίπων 130 ομήρων που βρέθηκαν στο συγκεκριμένο λατομείο ξεκινά στις 17 Αυγούστου 1944, όταν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής καλούν όλους τους  άντρες της περιοχής να παρουσιαστούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης στην Κοκκινιά. Η πορεία τους προς την κόλαση μόλις έχει αρχίσει: οι εκτελέσεις στη μάντρα, η πορεία των υπολοίπων ως το Χαϊδάρι και τελικά η μεταφορά 1.200 περίπου Ελλήνων στη Γερμανία και η κατάληξη των Κοκκινιωτών στο λατομείο του Μπένσχαϊμ-Άουερμπαχ. Η εμπειρία της καταναγκαστικής εργασίας σε αυτό τον “υγρό τάφο”, όπως τον χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, ο υποσιτισμός, το αφόρητο κρύο και η έλλειψη κατάλληλου ρουχισμού σε σύντομο χρονικό διάστημα οδηγούν σε αρρώστιες και θανάτους. Η απελευθέρωσή τους τον Μάρτιο του 1945 από τους Αμερικανούς δεν σηματοδοτεί και το τέλος της περιπέτειάς τους, αφού θα χρειαστεί να περάσουν μήνες μέχρι να ξεκινήσει, σιδηροδρομικώς μέσω Ιταλίας, το ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα, η οποία ήδη βασανίζεται από τις καταιγιστικές πολιτικές εξελίξεις και τον εμφύλιο.

Η μαρτυρία του Πισσάνου φέρνει στο προσκήνιο κάτι που συχνά ξεχνάμε όταν αναφερόμαστε στην πραγματικότητα της Κατοχής στην Ελλάδα, «τα πρωτοφανή “ανθρωπομαζώματα” χιλιάδων ομήρων –αποκλειστικά ανδρών ικανών για εργασία– που εφαρμόστηκαν στα μεγάλα μπλόκα της Αθήνας, τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1944, τα οποία εγγράφηκαν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη ως χαρακτηριστικά συμβάντα της Κατοχής» (σ. 21), όπως σημειώνει στην εξαιρετική και αναλυτική εισαγωγή του ο Ιάσονας Χανδρινός. Με οξυδέρκεια και κριτικό μάτι, ο συγγραφέας δίνει μια λεπτομερή αφήγηση ολόκληρης της διαδρομής των 130 Ελλήνων που βρέθηκαν στο λατομείο, περιγράφει τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, αλλά και τη συνύπαρξη με τους Ναζί ή τους απλούς Γερμανούς πολίτες, τις στιγμές καλοσύνης που βίωσαν από ορισμένους ντόπιους. Η απουσία μελοδραματισμού στην αφήγησή του, η αντικειμενικότητα με την οποία περιγράφει την όλη εμπειρία οδηγεί στην ουσιαστική εμπλοκή του αναγνώστη στο ιστορικό γεγονός, στην καταγραφή του στη μνήμη.  Και αυτή είναι πιθανόν η μεγαλύτερη αξία αυτής της μαρτυρίας, η διατήρηση της μνήμης της ομηρίας, της καταναγκαστικής εργασίας, της εξαθλίωσης και του θανάτου των ομήρων στο  λατομείο του Μπένσχαϊμ-Άουερμπαχ· να μην χαθεί τίποτα στο πέρασμα του χρόνου, να μην σβήσουν τα βιώματα από τη συλλογική μνήμη.