Με παιδική ψυχή που μετράει δεκαετίες ζησμένης ζωής κι ομολογεί την αγάπη προς όλα τα ζωντανά πλάσματα, ο εκπαιδευτικός, πολυγράφος και πολύπλευρος Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης λατρεύει τη Φύση, αφοσιώνεται στην Ιστορία, μεταπλάθει τις στενοχώριες και τους καημούς της μικρής καθημερινότητας σε Ποίηση υψιπετή και προσγειωμένη ταυτόχρονα. Το ζητούμενό του δεν είναι η Γνώση. Γράφει στο ποίημα «Κωδικοποιητής» (σελ. 36):

Δεν ξέρω γράμματα. Τα αισθήματά μου τα κωδικοποιώ

Με τους παλμούς της καρδιάς μου.

Ποίηση του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, μετρημένα ευθυτενής κι ασυγκράτητα ρομαντική, ερωτοτροπεί με το Ά-λογο και το Αδύνατο, αποφεύγει το παράλογο (οι μεταφορές του δεν παραπέμπουν ποτέ στο σουρεαλισμό), προδίδει αγαπησιάρικη διάθεση κι ευγενή αισθήματα, χωρίς να χάνει τίποτα από τον μακροσκελή βηματισμό της.

Η Πίστη στο Θεό προφανής. Του απευθύνει το ποίημα «Ύπνος» (σελ. 32), που μοιάζει παιδική προσευχή μεγάλου ανδρός.

Στο ποίημα «Αγάπη» (σελ. 33) συγκεντρώνει όλη του την κοσμοθεωρία σε μία λέξη, όπως μαρτυρείται από τον Ορφισμό και τη χριστιανική διδασκαλία.

Υπαρξισμός ολοφώτεινος, μεσογειακού τύπου, στο ποίημα «Άλλη μια μέρα» (σελ. 34).

Η ρητορική «Άφεση» (σελ. 35) τα λέει και τα αποκαλύπτει όλα:

Συγχωρήστε με για τα λάθη μου και χρεώστε

Το ακαταλόγιστο, να ανακαλύπτω πράγματα εκεί

Που οι άλλοι τα έχουν πετάξει.

Αυτός ο διαρκής επανακαθορισμός του ουσιώδους προσδίδει στην ποιητική του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη την καταυγασμένη σκοτεινιά των μεγάλων Φλαμανδών ζωγράφων, προδίδει μιαν εγγενή, κεκαλυμμένη μελαγχολία, όπως κατονομάζεται ευθαρσώς στο ποίημα «Σημάδια κόπωσης» (σελ. 31).

Η μαχητικότητά του φαίνεται στο ποίημα «Υπερηφάνεια» (σελ. 30) που τη σκιαγραφεί ως ένα σχεδόν θανάσιμο πολιτισμικό αμάρτημα. Είναι κοινωνικοποιημένος διανοητής, μάχιμος μέχρις ενός ορίου, προστατευμένος από την αθωότητά του, χαμένος στην παιδικότητα της αγάπης του, εκτεθειμένος στη συμπαθή αφέλεια της αγιότητάς του. Αν η Γνώση χωρίς αισθήματα μετατρέπει τους ανθρώπους σε τέρατα, η Γνώση που συνδυάζεται με την Αγάπη και το μυαλό που συνδέεται κι επικοινωνεί αδιαλείπτως με την καρδιά, είναι η μόνη μας ελπίδα να ξεφύγουμε από τη διελκυστίνδα της Κρίσης και να απαλλαγούμε από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη που μας απειλούν με τη χολή των λαθών τους.

Τα ανθρώπινα πάθη αφήνουν αδιάφορο τον ποιητή Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη. Προτιμάει να είναι ο τελευταίος στον Παράδεισο παρά ο πρώτος στην Κόλαση. Είναι συντροφικός, ειδυλλιακός, ονειρικός. Σχεδόν σαν ποιητής άλλων καιρών κι άλλων τόπων. Διαβάζουμε στη σελ. 28 το ποίημα «Και τα όνειρα γίνονται»:

Με το μολύβι χαράζω πορείες, με το χέρι ορίζω σημεία.

Του μακρινού ταξιδιού σου που ονειρεύομαι να ζήσω

Μαζί σου.

Αυτό το βιβλίο το αφιερώνει «Στην Ελένη». Κι ευτυχώς δεν θα είναι το τελευταίο του, ελπίζω. Τέτοιους ευγενείς ανθρώπους διψάει η ποίησή μας. Από τα τέρατα χορτάσαμε, και τους αδίστακτους τους φάγαμε στη μάπα και τους μωροφιλόδοξους αηδιάσαμε και… και… και…

Ελπιδοφόρος. Απόδειξη ότι το όνομα μάς καθορίζει.