Πώς να αισθάνεται άραγε ένα παιδί, όταν δεν μπορεί να είναι ασφαλές και ήρεμο μέσα στον χώρο του σχολείου; Ποιος είναι τελικά ο δειλός, ο θύτης ή το θύμα;

Η ενδοσχολική βία ή θυματοποίηση (bullying) ορίζονται ως μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται σκόπιμη, χωρίς αίτιο επαναλαμβανόμενη βία μεταξύ ατόμων με σκοπό την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου. Αυτό είναι και το θέμα του εφηβικού μυθιστορήματος του Βασίλη Παπαθεοδώρου, «Το ημερολόγιο ενός δειλού», στο οποίο απεικονίζεται μια σύγχρονη σχολική πραγματικότητα. Ο πολυβραβευμένος συγγραφέας του ελληνικού εφηβικού/νεανικού μυθιστορήματος καταπιάνεται στα βιβλία του με θέματα επίκαιρα ‒όπως η τρομοκρατία, ο ρατσισμός, η βία‒ που δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε νέους, αλλά εξίσου και σε μεγαλύτερες ηλικίες. Θύτες υπάρχουν σε όλες τις ηλικίες. Όταν κάποιος κατευθύνει και χειρίζεται τον άλλον ψυχολογικά, πράγμα που μπορεί να συμβαίνει και μέσα στην οικογένεια, στην επαγγελματική ζωή, στον έρωτα, στις φιλίες, αυτό είναι bullying.Το βιβλίο του «Το ημερολόγιο ενός δειλού» μου θύμισε μια θεατρική παράσταση αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, όπου ο σκηνοθέτης όρισε στους ηθοποιούς να υποδυθούν όλους τους ήρωες. Όλοι μπήκαν στον ρόλο του κάθε ήρωα της τραγωδίας. Έτσι και εδώ ο συγγραφέας προωθεί την εναλλαγή των ρόλων των ηρώων του και αυτό αποτελεί ένα πολύ θετικό στοιχείο της πλοκής του βιβλίου.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στο χθες και στο σήμερα, σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο στο παρελθόν και στην Πάτρα στο παρόν. Οι δύο ήρωες πρωταγωνιστές, ο Νίκος και ο Θοδωρής, βιώνουν διαφορετικά το τότε και το τώρα. Δύο προσωπικές αφηγήσεις εναλλασσόμενης νίκης και ήττας, χαράς και απόγνωσης, θυματοποίησης και κυριαρχίας-επιβολής. Πώς θα αντιδράσει ο περίγυρος στην υπάρχουσα θυματοποίηση; Πώς μπορεί κάποιος να διαφύγει από μια τέτοια δυσάρεστη κατάσταση και σε ποιον μπορεί να απευθυνθεί; Σκιαγραφούνται καταστάσεις που είναι πια καθημερινές στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

Ο συγγραφέας επιτυγχάνει να απεικονίσει με ακρίβεια και ρεαλισμό την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των σημερινών εφήβων και όσα αποτελούν πια στοιχεία της καθημερινότητάς τους, όπως η περιθωριοποίηση, η αποδοχή, η φιλία, η απόρριψη. « Το Σάββατο είναι η καλύτερή μου μέρα, για όλους δηλαδή είναι η καλύτερη μέρα, αλλά εγώ έχω και έναν λόγο παραπάνω. Καταφέρνω να ηρεμήσω από όλη την εβδομάδα και δε με πιάνει το άγχος της Κυριακής, πως τη Δευτέρα θ’ αρχίσει ξανά το μαρτύριο. Το Σάββατο είμαι αισιόδοξος, πιο πολύ δηλαδή από οποιαδήποτε άλλη μέρα, δίνω υποσχέσεις στον εαυτό μου: πως θα χειριστώ διαφορετικά τα πράγματα, πως δεν θ’ αφήσω ξανά κανέναν να με πειράξει, πως θα είμαι πιο κοινωνικός και πιο ανοιχτός, πως δεν θα φοβάμαι τόσο. Υποσχέσεις που συνήθως ξεθωριάζουν από το μεσημέρι της Κυριακής, τότε με πιάνει ένα πλάκωμα στο στήθος που φεύγει συνήθως το πρωί της Δευτέρας, όταν μπαίνω στην τάξη και προσπαθώ να είμαι έτοιμος ν’ αντιμετωπίσω ό, τι είναι ν’ αντιμετωπίσω» (σελ.60).

Στο βιβλίο επιτυχώς δίδεται και η μεριά του θύτη και η μεριά του θύματος, εξίσου σημαντικά και τα δύο για την κατανόηση του φαινομένου. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με πλοκή ανατρεπτική και ενδιαφέρουσα, που κρατά τους αναγνώστες σε εγρήγορση. Είναι πολύτιμο ανάγνωσμα για τα παιδιά, τους γονείς , τους εκπαιδευτικούς, αλλά και για όποιον επιθυμεί να γνωρίσει κάποιες εκφάνσεις της σχολικής βίας. Παρά το είδος του θέματος απορρέει μια αισιοδοξία, καθώς αποδεικνύεται εν τέλει ότι η άσκηση βίας ουδεμία σχέση έχει με τη δύναμη. Αντιθέτως έχει με τη δειλία. Η παράλληλη αφήγηση των γεγονότων από τους δύο ήρωες, θύτη και θύμα, κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη που βιώνει τα έντονα συναισθήματα του θύματος και ταυτόχρονα προβάλλει και τα κίνητρα του θύτη. Ο λόγος του συγγραφέα είναι μεστός και ρεαλιστικός. Αποδίδει τη γλώσσα των εφήβων με τη χρήση της  νεανικής αργκό. Αποφεύγεται ο διδακτισμός και προτείνονται λύσεις από τον συγγραφέα με έμμεσο τρόπο. «Δε μου προκαλούσε πλέον καμία αναστάτωση το αίτημα φιλίας, αλλά και δε μ’ ένοιαζε καθόλου να εκδικηθώ ή να με δικαιώσουν για όσα πέρασα κάποτε. Εγώ ο ίδιος δικαίωσα τον εαυτό μου όλα αυτά τα χρόνια, ξεπερνώντας τις αδυναμίες και τους φόβους μου με προσπάθεια και κόπο» (σελ. 260).