«Και τότε μόνο συνειδητοποιώ ότι το σπίτι μου είναι το μέρος απ’ όπου έρχομαι. Σ’ αυτό το χωριό δεν υπάρχει πια ούτε ένα μέρος που να μπορώ να πάω» (σελ. 526)
Η πρωτοεμφανιζόμενη Φλαμανδή συγγραφέας Lize Spit γεννήθηκε το 1988 στο χωριό Viersel, έξω από την Αμβέρσα της βελγικής Φλάνδρας. Σπούδασε στο Royal Institute for Theatre, Cinema and Sound (RITCS), απέκτησε μεταπτυχιακό στη σεναριογραφία και ζει στις Βρυξέλλες όπου διδάσκει συγγραφή σεναρίων. Το 2013 με το έργο της Ordehandhaver κέρδισε τον λογοτεχνικό διαγωνισμό Write Now! στην Ολλανδία. Το εν λόγω μυθιστόρημα έλαβε πλήθος διακρίσεων, έγινε μπεστ σέλερ στη χώρα της και μεταφράστηκε σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες. Εργάστηκε ως αρθρογράφος στη φλαμανδική εφημερίδα De Morgen, ενώ γράφει διηγήματα και ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Το γράψιμο και η ανάγνωση ήταν τα πάθη της και «οι φίλοι της» από την όχι και τόσο ιδανική, παιδική της ηλικία. Σε μία διάλεξή της, η ρεαλίστρια, ανασφαλής γι’ αυτό και ταπεινή και ντροπαλή αλλά και τυχερή όπως αυτοχαρακτηρίστηκε, συγγραφέας, ανέφερε ότι η πίεση που νιώθει όταν γράφει ένα βιβλίο συγκρίνεται με το να έχει ένα κατοικίδιο, το οποίο πρέπει να φροντίζει, να ταΐζει και να αγαπάει, κι αν δεν τα πράττει αυτά καθημερινά, το βιβλίο θα «υποφέρει» και τελικά θα «πεθάνει», όπως θα συνέβαινε και στο κατοικίδιο, ενώ παραδέχτηκε ότι της πήρε περισσότερο χρόνο να βρει εκδότη για το βιβλίο, απ’ όσο χρόνο της πήρε για να το γράψει. Το συναίσθημα ντροπής που έχει όταν γράφει, σημαίνει ότι φανερώνει κάτι που δεν θέλει να δουν οι άλλοι και συχνά αυτή ακριβώς είναι η αναγνώριση που οι αναγνώστες λαχταρούν. Από μία άλλη οπτική γωνία, είναι ευκολότερο να γράψει κανείς για ακρότητες, και όχι μόνο επειδή αυτές ξεχωρίζουν στην καθημερινότητα. Είναι πιο εύκολο να γράψεις για πράγματα που πονάνε, παρά για πράγματα που είναι όμορφα, κι αυτό γιατί τα πρώτα μπορείς να τα βελτιώσεις ή να τα κάνεις ακόμα και χρήσιμα, ενώ τα δεύτερα μόλις και μετά βίας μπορείς να τα συλλάβεις, με συνέπεια να τα θαλασσώσεις στην προσπάθειά σου και να τα μεταφέρεις λανθασμένα στο κείμενό σου.
Η Εύα ή χαϊδευτικά Εβίτα ντε Βολφ γεννήθηκε το 1988 στο μικρό χωριό Μπόβενμεερ της Φλάνδρας λίγο έξω από την Αμβέρσα. Το 2015 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες ως καθηγήτρια εικαστικών σε φλαμανδόφωνα σχολεία και διατηρεί μία αμφιλεγόμενη σχέση με τον γείτονά της. Έχει έναν μεγαλύτερο αδελφό κατά τρία χρόνια, τον Γιόλαν, που έχει μία καλή δουλειά και μία μικρότερη αδελφή, επίσης κατά τρία χρόνια, την Τέσι ή Τές ή Τέσα –με το παρατσούκλι Βατραχοπούλι–, με την ψυχολογική διαταραχή της ιδεοψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς, που μένει πια με την ανάδοχη μητέρα της, τη Ναντίν. Οι γονείς της μένουν ακόμη στο χωριό. Η μητέρα της διάλεξε αυτό το όνομα για να τιμήσει τη δίδυμη αδελφή του Γιόλαν, την Τέσι, που γεννήθηκε νεκρή. Η καθημερινή ρουτίνα της θα διαρραγεί συθέμελα όταν λαμβάνει μία πρόσκληση για μία εκδήλωση από τον παιδικό της φίλο, τον Πιμ, που έχει παραμείνει στη γενέτειρά της.
Η Εύα, ο Πιμ, το παιδί της φάρμας, και ο Λόρενς ή Λο Τόρφς, ο γιος του χασάπη ήταν τα μοναδικά παιδιά που γεννήθηκαν στο χωριό το 1988. Μεγαλώνοντας έγιναν αχώριστοι φίλοι, «οι τρεις σωματοφύλακες», γνωστοί στα υπόλοιπα παιδιά και ως «παράσιτα». Η Εύα, ωστόσο, κάνει και μια σύντομη φιλία ένα καλοκαίρι με την Ελίζα που λατρεύει να ιππεύει το άλογό της. Την παρέα θα τη σημαδέψει βαθιά ο πρόωρος χαμός του αδελφού του Πιμ, του Γιαν, το 2001.
Η Εύα αναπόφευκτα αποδέχεται την πρόσκληση, καταψύχει με τη βοήθεια του γείτονά της έναν μεγάλο κύβο νερού σε ένα πλαστικό δοχείο, το φορτώνει στο μικρό της αυτοκίνητο και ξεκινάει για το χωριό της, εννέα χρόνια από την τελευταία αναχώρησή της από αυτό. Παράλληλα, η αφήγηση έχει και μία άλλη διάσταση που αφορά τα γεγονότα του καυτού καλοκαιριού του 2002. Σε αυτόν τον καύσωνα, με τους ενήλικες να είναι παρόντες, και με γονείς μεθυσμένους, αδιάφορους σε έναν δικό τους κόσμο, οι τρεις παραμελημένοι έφηβοι και η παιδική αθωότητα προσπαθούν να κατανοήσουν τα ερεθίσματα και τα γεγονότα γύρω τους. Αλίμονο όμως, η φλαμανδική ύπαιθρος αποπνέει μία νοσηρότητα, παντού ελλοχεύει ένας ακαθόριστος, απροσδιόριστος φόβος. Όταν η παρέα χωρίζεται βίαια, εξαιτίας ενός αινιγματικού σχεδίου, μία αφόρητη και βασανιστική πικρία κατακλύζει την ηρωίδα ακόμη και εννέα χρόνια μετά και μακριά πια από το Μπόβενμεερ. Οδηγώντας η Εύα είναι ολοφάνερο ότι κουβαλάει κάτι πολύ πιο βαρύ από μία μεγάλη παγοκολώνα, καθώς όλα τα ανοιχτά τραύματα του παρελθόντος, όλες οι πληγές της ψυχής της είναι ασήκωτες και αιμορραγούν ακόμη. Τι θα γινόταν αν μπορούσες να εκδικηθείς ένα ολόκληρο χωριό;
Το βιβλίο, αυτό το λογοτεχνικό ντεμπούτο που μεταφράζεται σε όλη την Ευρώπη, και έχει πουλήσει περισσότερα από 170000 αντίτυπα μόνο στο Βέλγιο και γνώρισε τεράστια επιτυχία στην Ολλανδία είναι ένα υβρίδιο μυθιστορήματος ενηλικίωσης, θρίλερ μυστηρίου και μαύρης κωμωδίας. Η φλαμανδική εφημερίδα De Morgen το θεωρεί συνταρακτικό, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία, ενώ τα κινηματογραφικά δικαιώματα έχουν ήδη πωληθεί. Η αφηγηματική ροή είναι λεπτομερής και ρεαλιστική, επειδή η γραφή είναι για τη συγγραφέα ένας τρόπος ελέγχου της πραγματικότητας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο είναι μερικές φορές τόσο βάναυσο, γιατί θέλει να είναι συνεπές. Η ηρωίδα, η Εύα, η οποία πλάστηκε από προσωπικές παιδικές αναμνήσεις της συγγραφέως και με τη δική της εκδοχή μαύρου χιούμορ, δεν είναι ένας καλός παρατηρητής των όσων συμβαίνουν, αλλά, αντίθετα, αυτή που θα κλείσει τα μάτια της όταν τα πράγματα θα γίνουν υπερβολικά αμήχανα στους αναγνώστες. Η πλοκή έχει τέτοια ένταση που σου κόβει κυριολεκτικά την ανάσα, σελίδα τη σελίδα, και συνδυασμένη με το πυκνογραμμένο ύφος και την υπέροχη, στιβαρή και παράλληλα συναρπαστική γραφή και τη συνδρομή των δύο μεταφραστριών (Κλαιρ Νεβέ και Εύη Σιούγγαρη σχετικά με τα φλαμανδικά ήθη, έθιμα και κοινωνικές συμπεριφορές) κρατάει τον αναγνώστη σε συνεχή ένταση. Ένα κυνικό έργο, επώδυνα όμορφο και συνάμα σπαραξικάρδιο, που λόγω της γρήγορης, ασθματικής αφήγησης απαιτεί τα πάντα από τον αναγνώστη του. Αυτόν τον καιρό η συγγραφέας ασχολείται με το δεύτερο βιβλίο της.