Η πρώτη θεοσεβής και θρήσκα ποιητική συλλογή του εικαστικώς σκεπτόμενου καλλιτέχνη της ζωής, μιας ζωής επιτυχημένης και παραδεκτής. Ο Βαγγέλης Χρόνης προβαίνει εδώ σε έναν σοφό συγκρητισμό μυθολογιών, θρηκειολογιών κι αγγελολογιών. Αυτό μόνον ένας ιδιοφυής διανοητής μπορεί να το διαπράξει με αποδεκτό τρόπο και το αποτέλεσμα να τον δικαιώνει. Είναι μεγάλο (κι επίκαιρο) επίτευγμα η αναγνώριση του Θείου πέρα από τα ονόματα που Του δίνουν κατά καιρούς οι άνθρωποι ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος και πλάτος. Η αποδοχή της φθοράς είναι κυρίαρχη στο θεματολογικό επίπεδο. Ένα βιβλίο φθινοπωρινό. Το διάβασα στα βράχια τα θαλασσινά περιζωμένος από κυκλάμινα. Η Φύση πανταχού παρούσα στην ποίηση του ελληνολάτρη και παγκόσμιου ποιητή Βαγγέλη Χρόνη. Είναι διαχρονικός γιατί είναι απλός. Είναι περιεκτικός γιατί δεν χρειάζεται τα ψιμύθια η τέχνη του. Είναι λακωνικός όπως όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζουν το τέλος των διαδικασιών.
«Οι λέξεις ακούν, ομιλούν
και ανταποκρίνονται όταν τις ζητούν.
Ακόμη χορεύουν και τραγουδούν
όταν συγγενέψουν» (σελ. 10).
Αυτός θα μπορούσε να είναι κι ένας ορισμός της Ποιήσεως, όταν Ποίησις είναι, δηλαδή ένας ασυνήθιστος τρόπος να κοιτάμε τα πράγματα και ν’ ατενίζουμε το είδωλο των σκέψεών μας μέσα σ’ αυτά.
Επιτύμβιες «Οι σκληρές φωτογραφίες» στο αμέσως επόμενο ποίημα.
Παραδοχή της νικηφόρου ήττας «Οι ελάχιστοι παράδεισοι».
«Οι διακοπές της νύχτας» (σελ. 13): ειρωνικός τίτλος δίσημος. Το ποίημα κατευθυνόμενο όνειρο, αντίδοτο στην πραγματική, απολύτως υλοποιημένη πραγματικότητα.
«Η προσωπική μας φθορά
είναι κάποιου άλλου απόφαση» (σελ. 14).
Εδώ, στο ποίημα «Συλλέκτες αναμνήσεων», υπονοείται ο θεός, χωρίς όμως και να κατονομάζεται. Δέος συνέχει τον ορθοφρονούντα ποιητή.
«Τα κρείτω απλότητες προστιθέμενες είναι» (σελ. 15).
Στωϊκή αλλά κι επικούρεια συνάμα φιλοσοφία και στάση ζωής.
«Όπως τα αραχνιασμένα λευκά σεντόνια
ριγμένα στις πολυθρόνες
που σκεπάζουν μία μεγάλη απουσία» (σελ. 16).
Φθορά, σήψη, ξεθώριασμα αναμνήσεων, απάλυνσις αιχμών εντόνων.
Στο ποίημα «Το βάρος των αιώνων» (σελ. 17) οι άνθρωποι φαινόμαστε τραγικά αυτοδίδακτοι στη ζωή. Στην Τέχνη όμως;
«Ο πόνος των πουλιών» (σελ. 18), υπονοούμενος πόνος, διαφαινόμενη πίκρα.
Υπόνοια Αοράτου στη «Στατιστική καταγραφή» (σελ. 19). Το Άρρητο, το Άφατο και το εκτυφλωτικώς Φωτεινόν εμφιλοχωρεί συχνά-πυκνά ανάμεσα και κάτω από τις γραμμές αυτού του συλλεκτικού βιβλίου.
«Σάμπως η μεγαλοψυχία των δέντρων,
Να ξεπερνά εκείνη των ανθρώπων».
Από το ποίημα «Η μεγαλοψυχία των δέντρων» (σελ. 20). Συγκρίσεις. Ποιητική χρήση της γλώσσας.
Στη «Νοσταλγία» (σελ. 21) αναφαίνεται ξεκάθαρα η δεξιοτεχνία του ελαχίστου. Συμπυκνωμένος μινιμαλισμός. Λακωνικότητα εις το έπακρον.
Επιλέγω να παραθέσω αυτούσιο το ποίημα «Ανίατη ασθένεια» (σελ. 22) ακριβώς επειδή απηχεί ευθέως τη βαθιά φιλοσοφία του ποιητή Βαγγέλη Χρόνη, του μετριοπαθούς, που κρύβει το μεγαλείο της ποιητικής του κάτω από την απλότητα ενός σεμνού ανθρώπου, επιτυχημένου τόσο που δεν χρειάζεται να κομπορρημονεί, να περιαυτολογεί και να κομπάζει. Προσέξτε το:
«Η διεκδίκηση των ιδίων συμφερόντων
μέσα σε πλαίσια λογικών ισορροπιών
πιθανόν να θεωρείται προτέρημα.
Η ακόρεστη όμως μάχη απόκτησης αγαθών
ίσως να αποτελεί ηθική πτώση
και ανίατη ασθένεια.
Μόνον οι σοφοί διακρίνουν τις διαφορές
αλλά και αυτοί ελάχιστοι είναι».
Ευθεία βολή κατά της απληστίας, του υπερκαταναλωτισμού, της φιλαργυρίας, της πλεονεξίας… και άλλων ανθρωπίνων ελαττωμάτων κι αστοχιών που επιβαρύνουν τη Φύση και διαταράσσουν τις οικολογικές (και άλλες) ισορροπίες. Ποίημα για ανθολόγηση.
«Η ίδια πηγή» (σελ. 23) αποτελείται από δύο γνωμικές στροφές κι αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα στοχαστικής ποίησης.
Σε δύο ποιήματα διαφαίνεται ο θρησκευτικός και μυθολογικός συγκρητισμός: «Η ζήλια του Ποσειδώνα» (σελ. 24), «Η Δήλος και ο Ασκληπιός» (σελ. 52).
Τρία ποιήματα ακολουθούν την ιστορική γραμμή της καβαφικής λιτότητος: «Νικίας ψηφοθέτησεν» (σελ. 25), «Ο μελαγχολικός Απόλλωνας» (σελ. 32), «Αντίπολις» (σελ. 46).
«Ο προφήτης Ηλίας του Νιχωρίου» (σελ. 26): δακρυπότιστος εικονογραφία, μακράν του ιμπρεσιονισμού. Ο καλλιτέχνης ποιητής εικονογραφεί με άκρα σεμνότητα και δέος απέναντι στο Άγνωστο.
Το «Άρωμα Θανάτου» συνιστά επικούρειον αναχάραξιν της Μνήμης.
Πεισιθάνατος κοπετός «Το Άγιον Όρος» (της σελίδας 28).
Σύνδεσις απάντων μέσω ενός αιθερικού κοσμικού ιστού που οι αστρονόμοι μόλις ανακάλυψαν. Όμως, όπως είπεν ο Φρόϋντ, «εκεί που φτάνει ένας επιστήμονας έχει περάσει ήδη ένας ποιητής».
«Ίσως και οι ουρανοί
να έχουν τους δικούς τους νόμους» (σελ. 30).
Στο ποίημα αυτό που τιτλοφορείται «Οι νόμοι των ουρανών» διαγιγνώσκεται ανακυβίστησις εις το Άγνωστο, το Άρρητο, το Λυκαυγές…
«Τα αηδόνια σιώπησαν προσωρινά
σε ένδειξη σεβασμού
για τους σύγχρονους και αρχαίους ποιητές
τραγουδιστές» (σελ. 31).
Ηθελημένος ανθρωπομορφισμός, ευσεβείς πόθοι ενότητος Φύσεως-ανθρώπων.
Διαδραστικό και τεχνηέντως εκκρεμές το ποίημα με τον ζωγραφικό τίτλο «Το γαλάζιο» (σελ. 33):
«Αν ζωγράφιζα την ελπίδα, την χαρά
την ειρήνη και τον Απόλλωνα
θ’ αρκούσε το γαλάζιο χρώμα.
Εάν διέφευγε μία μαύρη πινελιά
θ αφορούσε ίσως μία άλλη λέξη».
Ποια λέξη; Χάρος; Άδης;……
Θεατής συνδημιουργός, ποιητής κι αναγνώστης στο «Θέατρο χορού» (σελ. 34).
Στο ποίημα «Η όσφρηση των θεατών» αποκαλύπτεται το ήθος και το ύφος του μεγάλου ποιητή Βαγγέλη Χρόνη: χρησιμοποιεί το τρίτο ενικό πρόσωπο εκουσίως κι εμπροθέτως. Αποφεύγει να νουθετεί, να δίνει συμβουλές ευθέως. Προτιμά τον πλάγιο λόγο. Όπως ο Σωκράτης.
Αντίστροφος ρομαντισμός «Ο έρωτας των κουνουπιών» (σελ. 36).
Κρυπτικός συλλογισμός αριφνήτου φιλοσοφικού βάθους «Το φως της σκιάς» που δίνει και τον τίτλο σε αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή. Σε πολλά σημεία νομίζεις ότι διαβάζεις ένα συμπλήρωμα της «Παλατινής ανθολογίας».
Έμμεσος ψόγος, υπολανθάνουσα πικρία στο «Συμπυκνωμένο βάρος» (σελ. 38).
«Υποθέσεις» (σελ. 39): τρίπτυχο μαθηματικό ερώτημα. Η γεωμετρία του ορθού λόγου. Η αρχιτεκτονική του λογικού που είναι και όμορφο και μουσικό.
Επιτυχημένη συναισθητική μεταφορά στο μόλις τρίστιχο κομψοτέχνημα με τίτλο «Το τραγούδι του γερανιού» (σελ. 40).
«Ο κόσμος ο γνώριμος» (σελ. 41): ιδιοφυής ποιητική αν-οικείωσις.
«Αόριστες έννοιες» (σελ. 42): Επικούρειος στεναγμός, προσγειωτική απομυθοποίησις.
«Πολλά τα κουτιά του σώματος
με τον σοβά του σπιτιού.
Μόνο που ο σοβάς επισκευάζεται
και έχει διάρκεια» (σελ. 43).
Το ποιητικώς ηλικιώνεσθαι δεν είναι συνώνυμο του «γηράσκειν». Το ακριβώς αντίθετο. Μεγαλώνοντας ο ποιητής ανακτά την επιλεκτική παιδικότητα που οδηγεί στην κατανόηση των νόμων του σύμπαντος, των μαγνητικών ρευστών και των παγκοσμίων ρευμάτων.
Πρωτότυπη σκέψη «Η αποκάλυψη της λέξης» (σελ. 44).
Στα παραμυθικά devas αναφέρεται και παραπέμπει εμμέσως το ποίημα «Η φλογέρα» (σελ. 45).
«Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ
Δεν επιθυμώ να με αγαπούν οι άγγελοι.
Όχι γιατί δεν πιστεύω στην ύπαρξή τους
αλλά για το απροσδιόριστο του φύλου τους» (σελ. 47).
Υπέροχο! Ο ποιητής επιμένει στην υλική (αλλά όχι και υλιστική) σωματικότητα της αγάπης. Με άλφα μικρό. Δεν τον ενδιαφέρει ως αφηρημένη έννοια. Εδώ έγκειται κι η ιδιαιτερότητα, το μεγαλείο κι η διαχρονικότητα του συγχρόνου μας σημαντικού ποιητή Βαγγέλη Χρόνη: δεν είναι ομιλούσα κεφαλή, δεν ομιλεί από θέσιν ισχύος, δεν αφορίζει, δεν περιορίζει, δεν καθορίζει. Ανοικτό το πεδίο προκειμένου να εισέλθουμε στον Ναό της Σκέψης και να συλλογιστούμε ελεύθερα για πανανθρώπινες αλήθειες που ξεφεύγουν από τα στενά πλαίσια του εγώ μας. Εκεί που το εμείς καταδεικνύεται αδήριτος ανάγκη και η μόνη δυνατή πραγματικότητα.
«Ερώτημα αμαρτωλό και επιπόλαιο» (σελ. 48): εύστοχη αυτοσαρκαστική βολή κατά του δημιουργού, του πλάστη ατελών όντων… Αυτοί οι τέσσερις στίχοι θα μπορούσαν να αναλυθούν σε ογκωδέστατα συγγράμματα κι εγχειρίδια Φιλοσοφίας. Λέει αυτό που όλοι ψυχανεμιζόμαστε, αλλά δεν τολμούμε να το εκφέρουμε, να το διατυπώσουμε γραπτώς. Το έρκος των οδόντων είναι ένα σαφές (και απαράβατο, τις περισσότερες φορές) σύνορο…
«Δειλά χαμόγελα» (σελ. 49): Η Άνοιξη ελπίδα μιας νέας ζωής, όχι απαραιτήτως και καινούργιας.
Επιτυχημένη δισύλλαβος παρήχησις (γεράνια-γερασμένες) στο τεχνουργημένο ποίημα «Γερασμένες σημαίες» (σελ. 50).
«Η αναίσχυντη νύχτα» (σελ. 51): απολύτως περιεκτικόν, πολύτιμο άρωμα σε φιαλίδιο από φυσητό γυαλί. Αυτή είναι η Τέχνη για τους δικαιωμένους.
Και το στερνοπούλι αυτής της συλλογής που διαβάζεται σαν «Άπαντα»: το ποίημα «Η Δήλος και ο Ασκληπιός» δίνει και τον τόνο, τον σκοπό και το διακύβευμα του όλου πνευματικού εγχειρήματος σε ποιητική μορφή.
Εν ολίγοις, δύνασαι να βρεις περισσότερα ανάμεσα και κάτω από τις γραμμές απ’ όσα τα τυπογραφικά στοιχεία σημαίνουν.
Εν κατακλείδι, είναι από τα ελάχιστα ποιητικά πονήματα που μου εμπνέουν δικές μου λογοτεχνικές αποδράσεις στον ιερό εκείνο χώρο της ψυχής όπου Αλήθεια, Φως κι Ομορφιά είναι ένα…