Tην Ιωάννα Καρυστιάνη τη «γνώρισα» με τον «Άγιο της Μοναξιάς». Κι όπως είθισται να συμβαίνει με τους συγγραφείς που μας μαγεύουν, έκτοτε την παρακολουθώ. Θυμάμαι, στην πρώτη πρώτη μου επαφή με γραπτό της έμεινα άναυδη μπροστά στο βάθος που προχωράει το συγγραφικό της νυστέρι καθώς τη χαρακτηρίζει εκείνη η περιγραφική ακρίβεια που λέει τόσα όσα πρέπει πάντα για το μεγαλειώδες λιτό και αληθινό.

Κι όπως συμβαίνει με κάθε πένα αυθεντική, είμαι σε θέση πια, διαβάζοντας γραπτό της, να την αναγνωρίζω καθώς ανήκει στην κάστα των λογοτεχνών που έχουν δαμάσει το ανυπόταχτο υλικό της λέξης κάτω απ’ το χαλινάρι της δικής τους προσωπικότητας και του ύφους που η ψυχή τους γεννάει.

Το «Φαράγγι» λοιπόν αποτελεί μια γνήσια Καρυστιάνη, όπως η Τζοκόντα έναν γνήσιο Νταβίντσι και η Γκουέρνικα ένα αυθεντικό αποτύπωμα του Πικάσο. Όπως σε όλα της τα βιβλία έτσι και σε αυτό ασχολείται με «την επικαιρότητα των ανθρώπων» όπως αναφέρει και η ίδια σε κάποια σελίδα της, μόνο που εξελίσσεται και γίνεται ακόμη πιο πληθωρική τόσο στη διαχείριση και στο πλάσιμο περισσότερων ηρώων όσο και στη σημειολογία του λόγου της καθώς και στα πάμπολλα ζητήματα που διασχίζουν την ψυχή τους, τη ματώνουν και μετατρέπονται σε λογοτεχνική κατάθεση και κάθαρση.

Μέσα από ένα κέντημα, από ένα λουλούδι, από μια συνήθεια, από μια ντουλάπα με ζευγαρωμένα ανδρικά πουκάμισα και φούστες, ξεπετιούνται οι μνήμες, οι συνειρμοί, η απλή συγκίνηση που γεννιέται απ’ την απλή φαινομενικά λεπτομέρεια για να μιλήσουν για την ουσία, για την απλότητα της ζωής που μετατρέπεται σε τραγωδία όταν ανακαλύπτεις τούτο το νόημα εκ των υστέρων, όταν δεν έχει σημασία πια να το ξέρεις.

Τα υλικά της Καρυστιάνη έχουν μια δύναμη μοναδική σαν μαγικοί καθρέφτες να σε πηγαίνουν πίσω, μαύρες τρύπες οι λέξεις της που μεταφέρουν ακαριαία τον αναγνώστη στον χωροχρόνο των ηρώων της, σε αυτή την πλειάδα αντιηρώων που πάσχουν ασίγαστα, εσωτερικά για όσα υπομένουν απ’ τις απώλειες και τα σφάλματά τους για ό,τι βαφτίζουν οι ίδιοι σφάλματα κουβαλώντας το ες αεί στον προσωπικό Γολγοθά μιας ζωής που άλλοτε η μοίρα –σε ό,τι βαφτίζουν μοίρα, όπως παρατηρεί διακριτικά η συγγραφέας σ’ ένα δειλό και απόμερο σημείο του βιβλίου– κι άλλοτε από
την πολιτική, τη σιχαμερή ετούτη επίφαση του ψεύδους που την υπηρετούν κατακάθια και εγκληματίες οι οποίοι λυμαίνονται τα οράματα και τις ελπίδες των αθώων.

Έχοντας η ίδια γεννηθεί σε μια εποχή που της πρόσφερε μια παλέτα υψηλόπνοων ιδεών αναδυόμενων από εμφύλιες έριδες και αίμα, πολύ αίμα, και συνάμα αμφισβήτηση, πολλή αμφισβήτηση, καθώς έζησε και ζει την κατακρήμνιση αυτών των ιδεών των γεννημένων τόσο απ’ τον παλιό όσο και απ’ τον καινούριο κόσμο, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, κι έχοντας γευτεί την παραφροσύνη και το ψέμα της πολιτικής που παραμόρφωσε και ασκήμυνε όλες αυτές τις αξίες,
έχει κάθε δικαίωμα ανθρώπινο και λογοτεχνικό να αγγίζει τις εποχές, παλιές και τωρινές και ίσως μέλλουσες για να τους αφαιρεί αυτή την μπόλια της σκοτεινιάς που θολώνει τα μάτια ημών, της νεώτερης γενιάς, των αδαών που δεν γνωρίζουμε από πόλεμο και παραπαίουμε κολυμπώντας στα άπατα νερά μιας κρίσης αγνοώντας στην ουσία τι την προκάλεσε, ποιος την προκάλεσε, τις πταίει και βρεθήκαμε σε τούτη τη δίνη.

Στο «Φαράγγι», που στον νου μου φαντάζει σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου οι επτά ομόαιμοι ήρωες μέσα από ένα οδοιπορικό – τάμα κατάφεραν να δουν επιτέλους το φως, να ζυμώσουν τον πόνο και τα μυστικά που κατατρύχουν καθένα τους με την έγνοια τους για τους άλλους, σε τούτη τη δύσκολη σύγχρονη εποχή που τα υπαρξιακά προβλήματα και αδιέξοδα μπερδεύονται με κόμπους αξεδιάλυτους με τους τρέχοντες μπελάδες της επιβίωσης και τους αγιάτρευτους ερωτικούς νταλκάδες του άντρα του προδομένου απ’ τη γυναίκα που έλεγε πως τον αγαπούσε, της γυναίκας που δεν κατάλαβε πως ο άντρας της την εγκατέλειπε για μια Νένα με ξασμένο μαλλί όταν την απόπαιρνε για το βαρύ φαγητό της, της Θεώνης που αγάπησε πάνω στον άνθρωπό της τη μισή του αγκαλιά και το άδειο μανίκι του, του Ελισαίου που επιδόθηκε στον απαγορευμένο του έρωτα για τον ιταλιάνο Μάουρο, ανακαλύπτοντας αυτό που έχει μόνο σημασία,
τους δεσμούς και την έγνοια για τους άλλους ανθρώπους, το μόνο στήριγμα που υπάρχει για να επιβιώσει κανείς συνομιλώντας ψύχραιμα καθένας με τις πληγές του. Εκείνο που επιμένει να υπογραμμίζει η Καρυστιάνη είναι η αναγκαιότητα μιας συλλογικής συνείδησης η οποία όμως δεν δρα ισοπεδωτικά για την ατομικότητα που διατηρείται ατόφια και απαραβίαστη μέσα στο αίσθημα της συντροφικότητας ερωτικής, αδελφικής ή κατ’ επέκταση κοινωνικής.
Η αξία της τέχνης, είτε λαϊκής όπως αποτυπώνεται σ’ ένα κέντημα, είτε στον καμβά ενός πίνακα ζωγραφικής, εμφανίζεται ως διέξοδος και εξιλαστήριο των ηρώων αποτελώντας γι’ αυτούς αυτό που ο Θαφόν αναφέρει χαρακτηριστικά ότι σ’ ένα βιβλίο αντικρίζει κανείς αυτό που υπάρχει μέσα του μονάχα.

«Ήταν η εποχή που περνούσε απ’ τα τοπία στα σώματα…. Ήταν όλα έργα φτιαγμένα σαν από ξένο χέρι, δεν μπορούσε να βρει το δικό της για να πάρει ρεύμα κατευθείαν από τη δική της ψυχή και τη δική της φαντασία…» θα αναφέρει κάπου για τη Θεώνη της, αποδίδοντας με τόση μεστότητα και ακρίβεια αυτό που ταλανίζει τους συγγραφείς της γενιάς μας προ κρίσης, που τα θέματα ανακυκλώνονταν με νοσηρή και τυποποιημένη επανάληψη, ανούσια θέματα, μηχανικά σχεδόν με δυνατότητα πρόβλεψης από την πρώτη σελίδα.

Και αυτό αποτελεί τη βασική ειδοποιό διαφορά από τη δημιουργική οπτική της Καρυστιάνη που ασχολείται θαρρείς με το απλό, το καθημερινό και το ασήμαντο μετουσιώνοντάς το σε τέχνη, επειδή προβαίνει σε εκείνες τις ουσιώδεις τομές που το αναδεικνύουν ξεγυμνώνοντάς το. Κυρίαρχος πυρήνας, η κοινωνία. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν που λειτουργεί σαν γαϊτανάκι περιστρεφόμενο γύρω απ’ τον άξονα της πολιτικής, εθνικής ή παγκόσμιας.

Η αυτοκτονία λόγω χρεών, η ανεργία, τα δανεικά και οι τοκογλύφοι, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες –το μεταναστευτικό ζήτημα το ξαναείδαμε εξάλλου και στις «Νύφες» της και ελαφρώς και στη «Μικρά Αγγλία»–, αλλά και ο έρωτας, η προδοσία, η μοναξιά, οι σεξουαλικές ιδιαιτερότητες και ο θυμός της οικογένειας απέναντι στην παράδοξη στη σκέψη τους επιλογή,
η σιωπή που προσπαθεί να κρύψει μια πληγή καταλήγοντας εντέλει να την ξύνει και να τη ματώνει ασίγαστα, ένα σημείωμα που καίγεται ενώπιον όλων των αδελφών αντί να διαβαστεί, ένα τσεκούρι που κόβει δυο αθώα χέρια ακρωτηριάζοντας για πάντα ό,τι ανθρώπινο υπάρχει στην ψυχή του Αργύρη, ένα άδειο μανίκι, ένα χέρι που μπήγει σταμάτητα τη βελόνα σ’ ένα κέντημα, ή ζωγραφίζει –το χέρι αποκτά μια εξαίσια δημιουργική λειτουργικότητα στο βιβλίο κάτι που και η ίδια το αναφέρει σ’ ένα σημείο– όλα μα όλα ετούτα τα στοιχεία, ανήκουστα εν πρώτοις μα τόσο
συνηθισμένα αν το καλοσκεφτεί κανείς, φιλοτεχνούν τα πορτρέτα των επτά ηρώων μα συνάμα αποκαλύπτουν όχι απλώς το συγγραφικό προφίλ της δημιουργού μα αντικατοπτρίζουν την ψυχή της, τις ευαισθησίες της, όσα κραδαίνουν τη σκέψη που ματώνει για να μιλήσει στο χαρτί για τη ζωή, τον άνθρωπο και τη μοίρα που τον καθορίζει καθώς περνούν οι καιροί.

Το «Φαράγγι» λοιπόν είναι από τα βιβλία που διαβάζοντάς το σε κάνει να ανακαλύπτεις ξανά το δέος απέναντι στην παλιά, κλασική συγγραφική αυθεντία και να απορείς πόσο καιρό έκανε η δημιουργός του να το σκεφτεί, να το ζυμώσει και να το γράψει, πώς ένιωθε και τι πέρασε γράφοντάς το, ώστε να βγει τόσο μεστό και αληθινό. Αν ποτέ διαβαστούν απ’ την ίδια αυτές οι ταπεινές γραμμές, θα ήθελα κάπως να πάρω μια απάντηση γι’ αυτή την απορία. Πόσο επώδυνα ή αβίαστα γεννά τα βιβλία της η Ιωάννα Καρυστιάνη; Πόση ψυχή ξοδεύει, πόσες νύχτες, πόση σκέψη; Πώς χτίστηκε ετούτη η μοναδική της οπτική και πώς σμίλευσε έτσι τον ψυχισμό της ώστε να έχει τόσο πρωτότυπη γλώσσα; Πώς μπορεί να μιλάει πάντα για ένα κομμάτι της Ελλάδας κάνοντάς το να φαντάζει πρωτόφαντο, ξεκάθαρο και συνάμα απτό;