Στα έγκατα της Όπερας του Παρισιού

Στις διάφορες εκδοχές του επί σκηνής, με πρωτοκλασάτους ηθοποιούς ή με άλλους που επιδιώκουν να αναδειχθούν από τη φαντασμαγορία του έργου και των σκηνικών, η πλουμιστή μπαναλιτέ του Άντριου Λόιντ Βέμπερ έκανε γνωστό το μυθιστόρημα «Το φάντασμα της όπερας», αλλά ταυτόχρονα το κατέβασε στο φαντασιακό των θεατών στη δική του εκδοχή.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα μυθιστόρημα κακοπαθαίνει ή χάνεται από το προσκήνιο όταν αναλαμβάνει να με το μεταφέρει κάποιος ήκιστα ευφάνταστος σκηνοθέτης ή σεναριογράφος στον κινηματογράφο ή στο θέατρο.

Για τους περισσότερους, υπάρχει το έργο, αλλά όχι το δημιούργημα ή ο συγγραφέας του. Για τους περισσότερους, το «Φάντασμα της όπερας» είναι ένας διαγκωνισμός καλλικέλαδων τραγουδιστών της light opera, ένα ψεύτικο λουτρό γκόθικ αισθητικής και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις ενδυματολογικές εκτροπές που έχει επιβάλει ο Βέμπερ στο θεατρικό προσάρτημα.

Είναι κρίμα, αλλά η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί πως το «Φάντασμα της όπερας» είναι πρωτότυπο έργο του Βρετανού, τη στιγμή που εκείνος το έχει στραπατσάρει αγρίως.

Τι μένει, λοιπόν, άλλο από το να επιστρέψει κανείς στην πραγματική πηγή που είναι το μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού για να κατανοήσει επακριβώς πώς ξεκίνησαν όλα.

Μιλάμε για ένα βιβλίο που γράφτηκε το 1909 (σε συνέχειες) και εκδόθηκε ως όλον το 1910 στη Γαλλία. Όσο για τους αστικούς μύθους που κυκλοφορούν γύρω από την έμπνευση του Λερού, αυτοί είναι ουκ ολίγοι. Υπάρχουν αρκετοί που πιστεύουν ακόμη και σήμερα πως τα γεγονότα που εξιστορεί στο βιβλίο του, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνέβησαν στα υπόγεια του Paris Opera.

Όπως και να ‘χει, μιλάμε για έναν αδικαίωτο και ματαιωμένο έρωτα ενός ανθρώπου αποσυνάγωγου που, ενώ ήθελε να προσφέρει τον έρωτά του σε μια άκρως ποθητή γυναίκα, επειδή ακριβώς είχε στερηθεί σε όλη τη ζωή του αυτά τα εκλεκτά συναισθήματα, τελικά μόνο το κακό μπορούσε να κουβαλήσει μέσα του και έξω του.

Το «Φάντασμα της όπερας» είναι η ιστορία της νεαρής Κριστίν. Ο πατέρας της, ένας διάσημος μουσικός, πεθαίνει και έκτοτε εκείνη αναγκάζεται να μεγαλώσει στην Όπερα του Παρισιού με την υπόσχεση του πατέρα της ότι θα βρίσκεται πάντα κοντά της ένας προστάτης άγγελος της μουσικής να την καθοδηγεί.

Κάποια στιγμή, η Κριστίν άρχισε να ακούει μια φωνή, η οποία, συν τω χρόνω, της έγινε οικεία κι ας μην ήξερε από πού προερχόταν. Ήταν, όμως, μια φωνή σεβαστική και πειθήνια, καθώς της μάθαινε πώς να τραγουδάει όμορφα.

Η εκτροπή σε τούτη την ιδιόρρυθμη σχέση θα έρθει με την εμφάνιση του Ραούλ, ενός παιδικού φίλου της Κριστίν. Ο Ραούλ έρχεται να επισκεφθεί τους γονείς του, οι οποίοι είναι και προστάτες της όπερας, και τελικά θέλγεται από τη φωνή της φίλης του.

Τότε, η απόμακρη φωνή που μέχρι πρότινος καθοδηγούσε με ζέση την Κριστίν, παίρνει σάρκα και οστά στο παραμορφωμένο πρόσωπο του Έρικ – ένα φάντασμα που δεν το βλέπει φως του ήλιου. Η αντίδρασή του, απότοκη της παράφορης ζήλειας που αισθάνεται, θα είναι βίαιη. Ο έρωτας του, αληθινός και βαθύς για ένα τόσο μοναχικό άτομο, θα γίνει πληγωτικός και οξύς και θα λειτουργήσει ως βασανισμός προς το αγαπητικό πρόσωπο.

Το φάντασμα είναι ερωτευμένο, αλλά μπορεί να συμβεί μόνο καταστροφή.

Στον Λερού, το γοτθικό στοιχείο όχι μόνο δεν χάνεται αλλά τονίζεται με έμφαση. Δεν είναι μια απλή ιστορία έρωτα (κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς βαρετό), αλλά ντύνεται με τα κιαροσκούρα χρώματα των νοτερών υπογείων του Παρισιού. Εκεί όπου οι νόμοι του πάνω κόσμου χάνουν την υπόστασή τους και τα κακά πνεύματα εξουσιάζουν επί τη βάσει της φρίκης που προκαλούν στα θύματά τους. Ακόμη και αν το έναυσμα είναι η αγάπη, το αποτέλεσμα κατρακυλάει πάντα στα έγκατα του σκότους.

Όποιος, λοιπόν, θέλει να κατανοήσει όλη την έκταση της ιστορίας και να μην περιοριστεί στην ανέμπνευστη εκδοχή του Βέμπερ, καλό είναι να διαβάσει το βιβλίο και μάλιστα στη συγκεκριμένη (νέα) έκδοσή του.

Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στην Αργυρώ Μαντόγλου.