Η λογοτεχνική μελλοντολογία σε όλο της το μεγαλείο, ως αντιστροφή του ιστορικού παρελθόντος που έχει την εγγενή τάση πάντα να επαναλαμβάνεται. Η κυκλικότητα του Χρόνου στα ιστορικά φαινόμενα είναι συστατικό στοιχείο μιας αναπόδραστης Νεμέσεως-Μοίρας που λειτουργεί κι ως Δίκη κι ως Θέμις. Στα νερά της Στυγός ορκίζονταν οι αθάνατοι και τα έτρεμαν βεβαίως, αφού αυτά είχαν θερμοκρασία που πλησίαζε στο απόλυτο μηδέν της κλίμακας Kelvin (-273,15 °C βαθμοί Κελσίου)!!! Τόσο καλά. Οι κυκλικές οικολογικές καταστροφές μείζονος κλίμακας που οδήγησαν στην εξαφάνιση προηγμένων πολιτισμών που είχαν καταλάβει τον πλανήτη με την αλαζονεία της τεχνολογίας τους κι ο Άνθρωπος ως «επίμονο φαινόμενο», ως καρκίνωμα στη ράχη της Γης (όπως αναγράφουν κι οι περίφημοι αμερικάνικοι κατευθυντήριοι λίθοι στη βορειοανατολική Τζόρτζια, που θεωρείται και το «Αμερικάνικο Στόουνχετζ»), σε συνδυασμό με συνωμοσιολογικά σενάρια για το οργουελικό ή καφκικό Κράτος που απειλεί τις δημοκρατικές μας ελευθερίες… όλ’ αυτά μαζί αναμεμειγμένα δημιουργούν ένα ιδιαίτερα εκρηκτικό βαρύ ηδύποτον για τους λάτρεις του τρόμου, του νουάρ, για τους εξορκιστές των παρανοϊκών φοβιών με την ομοιοπαθητική μέθοδο.
Προσεκτική γραφή, απλή ιδιόλεκτος, η θητεία της φιλολόγου Καίτης Βασιλάκου στη Μέση Εκπαίδευση έχει συμβάλει στην απλοποίηση των εκφραστικών της μέσων προς όφελος κάποιας επικοινωνιακότητος μεγάλης ή μέσης εμβελείας.
Στο επίπεδο της μυθοπλασίας όλα είναι στρωτά κι αναμενόμενα, πλην ίσως του μελοδραματικώς κορυφούμενου τέλους. Το στοιχείο της έκπληξης επιφυλάσσεται για το τέλος. Κατά τα άλλα, οι «χαρακτήρες» [ας τους πούμε έτσι, αν και πρόκειται μάλλον για απλοποιημένες αφαιρέσεις και περιγραμματικές σχηματικότητες], τα πρόσωπα των τριών σπονδυλωτών δραμάτων, που δεν απαρτίζουν όμως απαραίτητα μια «τριλογία», παρά μόνον ένα τρίπτυχο μιας εφιαλτικής ενοράσεως δίκην διαλογισμού…, τα πρόσωπα αυτά δεν είναι τραγικά γιατί είναι επίπεδα κι αφαιρετικά. Θα λειτουργούσαν μάλλον καλύτερα ως κόμικς ή σε φιλμ-νουάρ διά χειρός Γούντυ Άλλεν στην πιο light-ανάλαφρη εκδοχή τους.
Προσωπικά, δεν κατάφερα να ψυχαγωγηθώ διαβάζοντας αυτό το πόνημα, επέτυχα όμως να διασκεδάσω τις συνήθεις αγωνίες-ανασφάλειες και να μπαλώσω τις όποιες ανεπάρκειές μου με το λογοτεχνικό εμβάλωμα (κοινώς «μπάλωμα») του τύπου «είμαστε καλά και δεν το ξέρουμε». Αν λοιπόν αυτού του τύπου η λογοτεχνία λειτουργεί εν είδει μπαμπούλα για να φάει το παιδί την κρεμούλα του, νομίζω ότι είναι απολύτως νόμιμη, πετυχημένη και συνεπής στις προδιαγραφές της. Αν όμως ποζάρει ως σοβαρή υψιπετής και μεγαλόσχημη λογοτεχνία, εεε, τότε είναι εντελώς «εκτός θέματος» κι ως «παρατράγουδο» πρέπει να εκληφθεί.
Και για να μην είμαι απολύτως αυστηρός κι άδικος, κάτι που ούτε αντέχω ούτε δικαιούμαι ούτε επιθυμώ, θα συνοψίσω ότι πρόκειται για ένα ενδιαφέρον «σκούρο» ανάγνωσμα, χωρίς το «κιάρο» του, χωρίς ελπίδα κι αισιοδοξία, αλλά και χωρίς διέξοδο. Σαν τα λόγια ενθάρρυνσης για μελλοθάνατους, από την ανάστροφη. Κάτι είναι όμως κι αυτό. Μακριά από τον εσμό των φληναφηματολογούντων και την υπεραισιοδοξία της φυγής από την πραγματικότητα. Όλοι δραπέτες είμαστε, κάποιοι όμως φοράνε άλλα φίλτρα στα γυαλιά τους κι όταν δεν βλέπουν ορίζοντα τον επινοούν. Άλλοι τον αρνούνται. Το κοινό διαλέγει και παίρνει. Εν γνώσει του πάντα. «Έχουσιν γνώσιν οι φύλακες».
Ένα βιβλίο για γερά μυαλά και χωρίς φρούδες ελπίδες. Τα νεύρα μπορούν και να μην είναι γερά. Δεν πειράζει, γιατί δεν δοκιμάζονται από την ανάγνωση. Οι καταθλιπτικοί όμως κι οι έχοντες τάσεις αυτοκτονίας καλόν είναι να το αποφύγουν. Αστειεύομαι. Αν αφαιρέσουμε από τη Λογοτεχνία το σκοτεινό και το ερεβώδες δεν απομένει τίποτα. Κουτσή μένει, αφαίρεση εκ του φυσικού τείνοντας προς το ανοίκειον. Αυτή η «αν-οικείωση» είναι το ζητούμενο του καλού λογοτέχνη. Κι η Καίτη Βασιλάκου το επιτυγχάνει.
Ας μου συγχωρεθεί το κυκλοτερές και δαιδαλώδες του κριτικού συλλογισμού μου.