Ο Τσέχωφ αστυνομικός συγγραφέας

Προφανώς και δεν χρειάζονται συστάσεις όταν πρόκειται να μιλήσεις για κάποια δημιουργία του σπουδαίου Άντον Τσέχωφ. Αυτό όμως που δεν γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος –εγώ σίγουρα το αγνοούσα– είναι ότι ο Ρώσος συγγραφέας είχε γράψει αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην εφημερίδα «Τα Νέα της ημέρας» από τον Αύγουστο του 1884 έως τον Μάρτιο του 1885.

Ένας σαραντάχρονος άντρας πλησιάζει τον αρχισυντάκτη μίας εφημερίδας και του παραδίδει ένα χειρόγραφο μυθιστόρημα, το οποίο υποτίθεται ότι εξιστορεί πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν κάποια χρόνια πριν σε μία επαρχιακή πόλη. Σε αυτή την πόλη εργαζόταν ως ανακριτής ο πρωταγωνιστής του χειρογράφου, ο Καμύτσωφ, ένας άντρας έξυπνος, αλλά κυνικός και επιλεκτικός. Περνάει αρκετό από τον χρόνο του με τον κόμη της περιοχής, μεθώντας και συμμετέχοντας σε ολονύχτιες γιορτές και όργια. Σε μία βόλτα στο δάσος ο Καμύτσωφ και ο κόμης συναντούν τη νεαρή Όλγα, την «κοπέλα με τα κόκκινα», και την πολιορκούν και οι δύο. Αυτή όμως παντρεύεται τον μεσήλικα επιστάτη του κόμη σε μία προσπάθεια να ξεφύγει από τη μίζερη ζωή της. Μετά τον γάμο, η Όλγα αρχικά συνάπτει σχέση με τον Καμύτσωφ και στη συνέχεια τον εγκαταλείπει –όπως και τον σύζυγό της– για χάρη του κόμη και της περιουσίας του. Η άφιξη της γυναίκας του κόμη, την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν όλοι, οδηγεί σε απρόβλεπτα γεγονότα και σε έναν φόνο πάθους.

Ο Τσέχωφ, όπως κάνει και στα θεατρικά του, εστιάζει στην επαρχιακή ζωή, την κοινωνική ιεραρχία της και την πολλές φορές πεζή καθημερινότητά της. Οι έχοντες την εξουσία και το χρήμα παρουσιάζονται ως αργόσχολοι και αυτή είναι ίσως η αιτία για την ανάγκη τους να συμμετέχουν σε φαγοπότια και όργια, για να σταματήσουν να βαριούνται. Κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής: ο αφηγητής Καμύτσωφ είναι σκληρός και αρκετά εγωιστής στις σχέσεις του με όλους τους ανθρώπους –αντιπαθεί, για παράδειγμα, τον κόμη, αλλά τον ανέχεται, γιατί δεν έχει καλύτερο τρόπο να περάσει τον χρόνο του– ο κόμης, ένας άντρας που αργοπεθαίνει εξαιτίας του ποτού, προσπαθεί να εκμεταλλευτεί όσους και όσα του προκαλούν ευδαιμονία, ενώ η αρχικά αθώα Όλγα αρχίζει να συνειδητοποιεί τη δύναμη της ομορφιάς της και δεν διστάζει να την εκμεταλλευτεί,  παρ’ όλο που είναι παντρεμένη με τον επιστάτη και ερωτευμένη με τον Καμύτσωφ. Και εδώ είναι η επιτυχία του Τσέχωφ: καταφέρνει να δημιουργήσει στον αναγνώστη το αίσθημα της αγωνίας για χαρακτήρες που ούτε καν συμπαθεί.

Το μυθιστόρημα, όμως, ξεχωρίζει για έναν ακόμα λόγο. Ο Τσέχωφ αποπειράται να γράψει μία αστυνομική ιστορία, αλλά το κάνει με τους δικούς του όρους. Το έγκλημα λαμβάνει χώρα προς το τέλος του μυθιστορήματος και η επίλυσή του γίνεται βιαστικά, σαν να κλείνει το μάτι ο συγγραφέας σε όλους τους ομότεχνούς του που τοποθετούν το έγκλημα στην αρχή της ιστορίας και μέχρι το τέλος αναζητούν τον δολοφόνο. Ο Τσέχωφ ενδιαφέρεται για τις σχέσεις των ανθρώπων και για την κλιμάκωση των γεγονότων που οδηγούν στο έγκλημα. Σε αναγκάζει να ψάχνεις τον ένοχο προτού καν συμβεί το έγκλημα. Διαφοροποιείται από τις κλασικές φόρμες, αλλά παρ’ όλ’ αυτά κρατά το ενδιαφέρον και γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο, περιπαίζοντας το είδος, κερδίζει τον αναγνώστη.