Τριτοπρόσωπη γραφή που άλλοτε υπογράφει η συγγραφέας και άλλοτε η κεντρική ηρωίδα, η εφτάχρονη Δανάη – παραμένοντας με πολύ επιδέξιο τρόπο πάντα τριτοπρόσωπη όμως.
Κυριαρχεί η σοφή παιδική σκέψη και με πολλή ευαισθησία και συναίσθηση η συγγραφέας αγγίζει το δύσκολο θέμα του γήρατος των γονέων και του εγκλεισμού τους σε γηροκομείο.
Το ζευγάρι των γέρων του βιβλίου –ένα ζευγάρι που γνωρίζει τον έρωτα στο γηροκομείο– αντιστέκονται στο χρόνο καταλύοντάς τον κι επιστρέφοντας στη σοφία της παιδικής σκέψης κάνοντας όνειρα, μεγαλεπήβολα σχέδια και περιστασιακές αποδράσεις.
Ένα βιβλίο που δίνει αφορμή για πολλές σκέψεις, προβληματισμούς, ενώ παράλληλα εμπλέκει δύο πολύ γνωστές μυθολογικές ιστορίες ιδωμένες όμως από διαφορετική οπτική γωνία.
«Ήξερε καλά πως τα παιδιά είναι χίλιες φορές πιο σοβαρά από τους μεγάλους και πως όταν λένε κάτι το εννοούν αληθινά. Μόνο που οι μεγάλοι είναι ψηλότεροι και δυνατότεροι απ’ τα παιδιά κι έτσι μπορούν να πετάνε ανενόχλητοι όποια χαζομάρα τούς κατεβεί. Πρέπει συχνά να τους υπακούς από αδυναμία, ακόμα κι όταν καταλαβαίνεις πολύ καλά πως αυτό που σου λένε είναι ένα χοντρό ψέμα» (σελ. 15).