Ο Χένρι Τζέιμς χαρακτήριζε το μυθιστόρημα, το όποιο μυθιστόρημα, ως ένα «χαλαρό τέρας» που λόγω της υφής του είναι γενναιόδωρο προς τον δημιουργό του, αλλά, ταυτοχρόνως, μπορεί να δεχθεί τις καταπονήσεις που του επιφέρει αυτός. Τούτη η αδιάπτωτη μάχη μπορεί να φέρει θαυμαστά αποτελέσματα – είναι ικανή να προσφέρει λακωνικά χτυπήματα ή αφηγηματικά λακτίσματα σπάνιας δύναμης που ακόμη και ο συγγραφέας δεν δύναται να προσχεδιάσει. Το κείμενο γράφεται, αίφνης, από μόνο του: αυτονομείται πέραν της αισθητής δράσης. Ξεπερνά τον σκόπελο της πιεστικής συνάφειας με τη γεωμετρία της πλοκής και οχυρώνεται πίσω από τη βασική γραμμή άμυνάς του: τις λέξεις.

Η εγκάρδια ειλικρίνεια των προθέσεων, οι χρονικότητες, η δομή, η δράση, οι χαρακτήρες αποκτούν μεταξύ τους μια χαλαρή σχέση, ο συγγραφέας εξαφανίζεται αυτοστιγμεί – μετέχει του δράματος, ως άλλος χαρακτήρας, δεν το καθορίζει.

Ακολουθώντας την εκδοχή της ελάχιστης αφηγηματικής γραμμής και περιδινούμενος, με εκλεπτυσμένο ύφος, σε μια αισθητική εμπειρία που περικλείει το θέμα της γραφής ως ζωντανό υποκείμενο, ο Γιάννης Παπαγιάννης, με «Το διπλό πρόσωπο του Νου», σχηματοποιεί τη διπλοπροσωπία του ανθρώπου-Ιανού και του λογοτεχνικού ήρωα-Ιανού. Ό,τι υπάρχει δεν είναι αλήθεια και όλα επιτρέπονται. Ιδού ένας βασικός νόμος που κινητοποιεί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το οποίο από πλευράς δομής δεν ξεφεύγει σε παρένθετες σπατάλες ή σε σχοινοτενείς αφηγήσεις (αντιθέτως έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένες φιγούρες, δράσεις και όλα αυτά με τη χρήση μικρών προτάσεων ως αρμονικά βόλια), αλλά δεν υπάρχει για να πει μόνο μια ιστορία. Στην πραγματικότητα, προσπαθεί να προσεγγίσει την ιστορία της ιστορίας. Τον τρόπο που αυτή απλώνεται στο χαρτί, που αντιστέκεται στις λέξεις, στη γητεία της μυθοπλασίας, στα δεσμά που ο ίδιος ο συγγραφέας θέτει εξαρχής. Γι’ αυτό και σε τούτο το μυθιστόρημα ένας από τους βασικούς ήρωες είναι ο συγγραφέας Γιάννης Παπαγιάννης – δηλώνεται καθαρά και ευθαρσώς από την αρχή. Ο ίδιος ο συγγραφέας; Ποιος μπορεί να ξέρει; Η επενέργεια της πραγματικής πραγματικότητας στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα είναι διστακτική και αμφισβητήσιμη. Τα πάντα μπορούν να είναι έτσι, αλλά και αλλιώς. Το μέγα ψεύδος μπορεί να είναι η πιο ουσιαστική αλήθεια. Η πιο προφανής αλήθεια ενδέχεται να είναι το πλέον ωμό ψέμα.

Το 1985, ο νεαρός Βασίλης ερωτεύεται την Ευγενία σε κάποιο νησί. Αντί να καταλήξουν σε γάμο, ο ένας χάνει τον άλλον. Είκοσι χρόνια μετά ο Αλέξανδρος, ψυχίατρος, πλέον, και εισηγητής μια πρωτοποριακής μεθόδου στον τομέα της ψυχιατρικής, επιστρέφει το νησί για να πάρει την εκδίκησή του και να αναμετρηθεί με τις πληγές. Μόνο που θα ερωτευτεί για δεύτερη φορά την Ευγενία και αυτή η εγγύτητα –και πάλι– δεν θα έχει αίσιο τέλος. Στο ενδιάμεσο, με τη δύναμη της τύχης, όπως συμβαίνει στη ζωή και στη λογοτεχνία, ο Βασίλης συναντάει τον συγγραφέα και τον πείθει να τον ακολουθήσει στο νησί μαζί με τρεις ευειδείς κοπέλες. Μια εξ αυτών βρίσκεται δολοφονημένη με αποτρόπαιο τρόπο. Οι δύο τους, Βασίλης και συγγραφέας, θα συναντηθούν δύο χρόνια μετά για να λύσουν τους λογαριασμούς τους. Αυτή είναι η βασική δομή του μυθιστορήματος, αλλά δεν είναι η μόνη. Η πτυχή τού εν εξελίξει θρίλερ (ποιος μπορεί να είναι ο παρανοϊκός δολοφόνος;) δεν προσγειώνει το μυθιστόρημα σε μια καθαρή εκδοχή αστυνομικού μυθιστορήματος. Και μόνο η παρουσία του ίδιου του συγγραφέα στην αρμονία της ιστορίας, φτάνει για να δημιουργήσει μια ενδιαφέρουσα ίντριγκα. Από τον εσωτερικό μονόλογο στην ονειρική συνεκδοχή και από τις πλείστες όσες λογοτεχνικές αναφορές, ο προσανατολισμός του Παπαγιάννη φαίνεται να είναι πολυδιάστατος. Θα έλεγε κανείς πως οι λέξεις αποκτούν τη διάσταση ρόλου στο κείμενο. Παίζει μαζί τους, παίζουν μαζί του. Το κείμενο είναι ανοιχτό σε όλες τις εκδοχές και όλες τις αναγνώσεις. Η απίσχνανση του συγγραφέα, ίδιον της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας, εδώ γίνεται καταστατική αρχή. Αυτό που έχει σημασία είναι η φωτογραφία και η αφήγησή της και όχι η πλοκή/ιστορία/πραγματικότητα.

Με γλώσσα νευρώδη, αφοσιωμένη στην αμφιβολία της γραφής και στέρεο φλέγμα, ο Παπαγιάννης γράφει ένα από τα πλέον παράδοξα και ενδιαφέροντα μυθιστορήματα των τελευταίων ετών.

Υ.Γ.: Αξιοσημείωτη είναι ακόμη και η ονοματολογία στο μυθιστόρημα. Οι λογοτεχνικές αναφορές του Παπαγιάννη είναι δηλωτικές: Αίφνης, υπάρχει μια Αριάγνη (βλ. Τσίρκας) και μια Έρση (βλ. Πεντζίκης).