Ένα λογοτεχνικό έργο, πλήρες διδακτισμού, γλωσσική κιβωτός, για παιδιά και νέους, που δεν αρκούνται στις ηλεκτρονικές προκλήσεις του Διαδικτύου, αλλά ανοίγουν και πολλά βιβλία, αφού εκεί βρίσκεται συσσωρευμένη η Γνώση αιώνων, μέσα από μύθους, γνωμικά, παροιμίες, παρομοιώσεις επεξεργασμένες στο καμίνι του Χρόνου, ιδιωματισμούς…
Ο Διονύσης Λεϊμονής είναι δάσκαλος ήθους και γλώσσας. Καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση κι έμπειρος λογογράφος, γνωρίζει πώς να μεταδίδει σε αθώα αυτιά και μάτια το ουσιώδες, εις πείσμα των Κασσάνδρων της Κρίσης, εναντιωμένος κάθετα σε κάθε περιττολογία κι ανασφαλή εγωκεντρικότητα. Ο λόγος του απευθύνεται στο εμείς, στο εγρηγορός της ομάδας, ανεξαρτήτως εθνικότητας, αλλά με ένα και μόνο κριτήριο: την Ελληνική Γλώσσα και Παιδεία που έχουν ως βασικούς τους άξονες τα ανθρωπιστικά ιδεώδη της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.
Παραμυθικός ο λόγος του αλλά κι απομυθοποιητικός. Ξεκινάει με το «Μια φορά κι έναν καιρό», αλλά δεν τελειώνει με το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Απομυθοποιητικός ρεαλισμός, no happy-end, αυτό βοηθάει στη διάπλαση των παίδων να γίνουν αποτελεσματικοί και αποδοτικοί στον πρακτικό καθημερινό τους βίο και να μην ονειροπολούν πετώντας στα σύννεφα.
Ναι, τα λουλούδια ακούνε κι αισθάνονται όταν τους μιλάνε με αγάπη (σελ. 102), κι όλα τα όντα έχουν ψυχή. Ο ανθρωπομορφισμός της Φύσης και των Στοιχείων της, πλησιάζει αρκετά την αρχαία ελληνική μαγική σκέψη (σελ. 61, 78).
Όμως η ιδιόλεκτος του Διονύση Λεϊμονή είναι τόσο καθημερινά έντεχνη, αφού αναμειγνύει λόγια με λαϊκά στοιχεία, ντοπιολαλιές με ιδιωματισμούς, λογιωτατισμούς με παιδιάστικα στοιχεία, προφορικότητα και λογοτεχνικότητα, ηχοποιητικές με τεχνητές λέξεις… όλ’ αυτά τον βοηθούν να εδραιώσει τα υποδόρια στοιχεία του σαρκασμού και της ειρωνείας (σελ. 108), του κωμικού και της παρωδίας (σελ. 89) έτσι ώστε να δημιουργεί ένα φαντασιακό σύμπαν τεμνόμενο με τη στυγνή πραγματικότητα, αφού ακόμα και την «Οδύσσεια» παρωδεί.
Προβαίνει σε λογοτεχνικές περιγραφές υψηλής εικονοποιίας (π.χ. σελ. 78).
Η δραματικότητά του είναι προφανής. Πέρα από την προφορικότητα και τις ρητορικές ερωτήσεις έχει έναν δεξιοτεχνικό τρόπο να αποκλιμακώνει τη συναισθηματική ένταση του νεαρού αναγνώστη, να τον προσγειώνει στα καθ’ ημάς, να τον γεφυρώνει με τον κόσμο των «μεγάλων». Κι ανάποδα, δείχνει στους μεγάλους τον δρόμο για τη χαμένη (όχι ανεπιστρεπτί, ελπίζω) αγνότητα.
Οι αριθμοί λειτουργούν συμβολικά, παραπέμποντας σε (αλλά ουχί υποβάλλοντας) προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Πρωταγωνιστές το επτά, το δεκαεπτά (κιβώτια), το δώδεκα (ναύτες). Γίνεται ακόμα και απομυθοποιητική αναφορά στην πρόληψη της γρουσούζικης μέρας Τρίτης και δεκατρείς.
Ο δάσκαλος μέσα του οδηγεί τον Διονύση Λεϊμονή να μας ξεναγήσει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, να μας υπενθυμίσει ή να μας διδάξει πανάρχαιους και λαϊκούς μύθους, να διασώσει παροιμίες, γνωμικά και ιδιωματικές εκφράσεις (με ή χωρίς την επεξηγηματική ιστορία που τα συνοδεύει)…
Το σίγουρο είναι ότι αυτό το βιβλίο είναι λογοτεχνικός άθλος, αφού τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν επαναλαμβάνεται [εκτός ίσως από τη φράση «μέχρι να πεις κύμινο»]. Ουδείς τέλειος.
Η αυθεντική λαϊκή λαλιά μεταπλάθεται από την πένα του Διονύση Λεϊμονή σε καθαρό, γάργαρο λόγο. Αν υπάρχει δικαιοσύνη στην απονομή των λογοτεχνικών βραβείων (που πολύ –βασίμως κι ευλόγως– αμφιβάλλω), αυτός ο νέος συγγραφέας με αυτό το βιβλίο θα πρέπει να είναι υποψήφιος.