«Ο καθένας πεθαίνει αγκαλιά με το θεό του»

(σελ. 63)

Το τελευταίο διάστημα εκδίδονται ολοένα και περισσότερα καλά αστυνομικά μυθιστορήματα, γραμμένα από Έλληνες συγγραφείς, που βαίνουν πιο πολύ στο καθαρό αστυνομικό είδος, εν αντιθέσει με μια περίοδο που, κατά τη γνώμη μου, γραφόντουσαν αστυνομικά βιβλία ως επίφαση, μόνο ως είδος αναφοράς που θα το καταχωρούσε το κάθε βιβλιοπωλείο, ενώ στην ουσία ήταν κοινωνικά, σχεδόν απόλυτα και αποκλειστικά.

Στο μυθιστόρημα του Μίνωα Ευσταθιάδη με τον ιδιαίτερο και θελκτικό τίτλο «Το δεύτερο μέρος της νύχτας», μεταφερόμαστε σ’ ένα απομακρυσμένο χωριό της Γερμανίας, κοντά στο Αμβούργο. Ο ντετέκτιβ Κρις Πάπας δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Τη συναντά στο σπίτι του φίλου της, ο οποίος βρίσκεται νεκρός στο κρεβάτι, μεθοδικά γδαρμένος και μ’ ένα μήλο στο στόμα. Ο ντετέκτιβ συζητά με τη γυναίκα και ειδοποιεί την αστυνομία.

Τις επόμενες ημέρες ο Κρις Πάπας θα αναζητήσει και θα ανακρίνει τους περίοικους και όσους γνώριζαν τον νεκρό άντρα. Όμως τα στοιχεία και οι πληροφορίες που συλλέγει δεν τον οδηγούν σε κάποιο συμπέρασμα. Λίγες ημέρες μετά δολοφονείται άλλος ένας άντρας στο Αμβούργο με παρόμοιο τρόπο. Κοινό τους στοιχείο είναι το ίδιο επίθετο. Υπάρχει κάποιος κατά συρροή δολοφόνος ή συμβαίνει κάτι άλλο; Ο Κρις Πάπας πρέπει να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι της νύχτας, εκεί όπου εκτυλίσσονται ιστορίες και παραμονεύουν πρόσωπα που στο φως της ημέρας κρύβονται.

Το μυθιστόρημα «Το δεύτερο μέρος της νύχτας» είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από την πλευρά του ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εξαιρετική είναι η δόμηση και η αποδόμηση του βασικού ήρωα, κάτι που συμβαίνει εντέχνως και προσεκτικά, μερικές φορές και στο ίδιο κεφάλαιο, ενώ σε ευρύτερο πλαίσιο οι χαρακτήρες είναι ρεαλιστικοί και πειστικοί, παραιτημένοι ως ψυχικές υποστάσεις, που κινούνται στα όρια.

Η ατμόσφαιρα του βιβλίου είναι πραγματικά εξαιρετική, αποδίδοντας και μεταφέροντας στον αναγνώστη το παγωμένο κλίμα της γερμανικής επαρχίας. Οι διάλογοι είναι αφοπλιστικοί, γεγονός που τους κάνει ρεαλιστικούς και τους χαρακτήρες ακόμα πιο οικείους. Οι μικρές, κοφτές προτάσεις, με προσεγμένες λέξεις, σωστά τοποθετημένες, δίνουν το τέμπο κατά την ανάγνωση, άρτια δεμένες με το κλίμα του κειμένου. Η ροή είναι ισορροπημένη, προσδίδοντας την ιδανική πινελιά για μια απολαυστική ανάγνωση.

Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι κινηματογραφικές αναφορές στις σελίδες του βιβλίου, ενώ εδώ θα πρέπει να ομολογήσω ότι από την αρχή της ανάγνωσης σκέφτηκα ότι αν αυτό το βιβλίο γινόταν ταινία, θα το σκηνοθετούσε ο Robert Rodriguez.

Ένα ατμοσφαιρικό αστυνομικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί και στέκεται επάξια στο ύψος και το ύφος του κλασικού νουάρ.