Στο δάσος των συμβόλων

Όσοι πιστεύουν ότι μύθοι, ακόμα και τα παραμύθια, είναι απλά ωραίες ιστορίες για να περνάμε ευχάριστα τις ώρες μας ή έστω να τροφοδοτούμε με υλικό τη φαντασία μας, καλά κάνουν, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Κάθε μύθος είναι χτισμένος σε επίπεδα ή πιο σωστά έχει μέσα του εγκιβωτισμένους άλλους μύθους και όσο μπορείς να προχωρήσεις στο εσωτερικό, μέχρι εκεί που φτάνουν οι δυνάμεις σου ανοίγοντας πόρτες και κλειδωνιές, τόσο ανακαλύπτεις νέες διαδρομές, νέα επίπεδα, νέους μίτους… Πού φτάνουν; Πόσο βαθιά; Μα στο συλλογικό ασυνείδητο και τα αρχέτυπα, την πηγή όλων.

Με τον ίδιο τρόπο με τους μύθους είναι χτισμένα και τα μαγικά ξόρκια και δεν είναι νομίζω ότι είναι τυχαίο πως η Ειρήνη Μαντά ξεκινά το μύθο του «Δάσους με τα Πέπλα», με αφορμή ένα βραχιόλι δεμένο με ένα ισχυρό ξόρκι: η μάγισσα Αρκάνα αναθέτει σε έναν μάλλον επίπεδο αρχικά ως χαρακτήρα μισθοφόρο να το μεταφέρει σε έναν ισχυρό μάγο. Πρόκειται για δώρο ή μάλλον για αντάλλαγμα για ένα άλλο ξόρκι, εκείνο το οποίο θα της επιτρέψει να διατηρήσει τη μνήμη της όταν αναγεννηθεί, αφού ανήκει στα τέκνα του Φοίνικα. Κι αυτή είναι η αρχή μιας επικής από κάθε άποψης περιπέτειας για τον Βόρσαχ που θα τον οδηγήσει όχι μόνο μακριά, αλλά και προς τα κάτω και κυρίως προς τα μέσα… Κάστρα χωρίς εισόδους, μάγοι ισχυροί με σχέδια σκοτεινά και προθέσεις κρυμμένες, πλάσματα της θάλασσας και γοργόνες, ένας έρωτας για μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα, κόσμοι που «ξηλώνονται» επειδή διαταράσσονται οι ισορροπίες και φυσικά το δάσος με τα πέπλα, μια σκοτεινή κατασκευή που κρύβει ένα απεχθές μυστικό αλλά βρίσκεται και στο κέντρο του μαγικού ιστού ο οποίος εξυφαίνεται μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

Είναι σίγουρο ότι όσοι αγαπούν τη λογοτεχνία φαντασίας θα απολαύσουν τόσο την ιστορία όσο και την πολύ καλή γραφή της Ειρήνης Μαντά, η οποία κατά τη γνώμη μου με αυτό το βιβλίο ανεβάζει πολύ το επίπεδο της εγχώριας λογοτεχνικής σκηνής του είδους. Και μόνο γι’ αυτό της αξίζουν συγχαρητήρια αλλά καταφέρνει πολλά περισσότερα, εξ ου και δηλώνω εντυπωσιασμένη από το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς της. Καταρχάς, δημιουργεί στέρεη και πειστική κοσμοπλασία στην οποία εντάσσει περίπου τα πάντα από τον εσωτερισμό (τον οποίο γνωρίζει εμφανώς σε επαρκή βαθμό), την ψυχολογία των συμβόλων, την τέχνη της επικής αφήγησης (ξεκινώντας σχεδόν από τον Όμηρο), την τέχνη της μαγείας, διαφορετικές μυθολογίες, στοιχεία από έργα εμβληματικών συγγραφέων του είδους της φαντασίας, ακόμα και καθαρόαιμο τρόμο. Και το αποτέλεσμα δεν είναι ένα συνονθύλευμα , αλλά ένα έργο τέχνης, μια περίτεχνη μεσαιωνική ταπισερί υφασμένη με ταλέντο και φαντασία.

Το δεύτερο στοιχείο που ξεχωρίζει το κείμενο και ανεβάζει το επίπεδό του, είναι οι περίπλοκες σχέσεις μεταξύ των βασικών και μη χαρακτήρων του βιβλίου: ενώ όλα μοιάζουν σαφή, τελικά ανατρέπονται και αυτά που ο αναγνώστης θεωρεί δεδομένα για τους ήρωες και τους σκοπούς τους, δεν είναι καθόλου έτσι. Όσο προχωράς στην ανάγνωση, νέες αποκαλύψεις σε περιμένουν, νέα μυστικά έρχονται στο φως… Και ενώ ο αναγνώστης βαδίζει σε έναν δαιδαλώδη τόπο με ελάχιστα στοιχεία, πολλά από τα οποία είναι παραπλανητικά, σε κανένα σημείο δεν αισθάνεται χαμένος ή μπερδεμένος, η γραφή της Ειρήνης Μαντά τον κρατάει σταθερά δεμένο με την εξέλιξη της ιστορίας. Τέλος, σε ό,τι με αφορά, τα τραγούδια με ομοιοκατάληκτο στίχο που υπάρχουν διάσπαρτα σε όλο το βιβλίο, όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας όλοι οι ήρωες του βιβλίου «καλοί και κακοί» τραγουδούν, είναι το στοιχείο εκείνο που απογειώνει το κείμενο. Προσωπικά τα διάβαζα ξανά και ξανά, γοητευμένη, και σχεδόν τα άκουγα τραγουδιστά μέσα στο μυαλό μου…

Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να ειπωθούν για το «Δάσος με τα πέπλα», αλλά δεν νομίζω ότι χρειάζεται διότι ο αναγνώστης θα τα ανακαλύψει μόνος του ή πιο σωστά μαζί με τον Βόρσαχ… Και άπαξ και αρχίζει να διαβάζει το βιβλίο θα διαπιστώσει πόσο αληθινά είναι τα λόγια της Αρκάνα στην πρώτη της συνάντηση με τον ήρωα: «Δεν μπλέκεις με μάγους, λες. Αρνήσου με, και θα έχεις μπλέξει με μια μάγισσα. Από αυτές που θα ήταν φρόνιμο να φοβάσαι».