Ο Τελευταίος Πειρασμός του Νόμπελ

Τι θα συνέβαινε, άραγε, αν ο Νίκος Καζαντζάκης λάμβανε το βραβείο Νόμπελ; Θα άλλαζε κάτι στην ημετέρα πατρίδα; Κάτι διαφορετικό, άραγε, από ό,τι συνέβη με τη βράβευση του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη; Θα μπορούσαμε ίσως να μιλάμε τώρα για μια αντίστοιχη άνοιξη της ελληνικής πεζογραφίας; Φευ, με τα «αν» χτίζονται μόνο αμβλείες εικασίες και όχι γεγονότα. Αντιθέτως, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική: ο Καζαντζάκης, δέσμιος του εαυτό του, αλλά κυρίως των πολιτικών, κοινωνικών και συγγραφικών δεδομένων της εποχής του, δεν θα μπορούσε ποτέ να φτάσει έως την πηγή της Σουηδικής Ακαδημίας. Οι ρέκτες της λογοτεχνίας  κάποια λίγα στοιχεία για το τι ακριβώς συνέβη με τον Νίκο Καζαντζάκη και το… χαμένο Νόμπελ του, τα γνώριζαν μέσες άκρες. Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα, όμως, έρχεται ως απαραίτητο συμπλήρωμα, καθώς έχει στηριχθεί στην εργώδη προσπάθεια του συγγραφέα να συμμαζέψει όλα τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που οδήγησαν σε αυτή την απώλεια. Τούτος ο όγκος πληροφοριών, γεγονότων, αφηγήσεων, δεδομένων και ζητημάτων θα μπορούσαν να «βοηθήσουν» στη συγγραφή ενός αποστεγνωμένου χρονικού που θα διαβαζόταν μόνο από ελάχιστους «τρωγλοδύτες» του παρελθόντος. Ο Κώστας Αρκουδέας, ωστόσο, γράφει ένα βιβλίο ακολουθώντας όλες τις δομές και τους ρυθμούς ενός μυθιστορήματος. Μπορεί το στοιχείο της μυθοπλασίας να λείπει εντελώς, παραμένει απαρασάλευτος κοντά στα δρώμενα, ωστόσο η αφηγηματική τεχνική και το ύφος παραπέμπουν σε ένα ανάγνωσμα που έλκει την καταγωγή του από το χρονικό, τη μυθιστορία, το ντοκουμέντο και την Ιστορία. Το αποτέλεσμα είναι κάτι περισσότερο από επιτυχημένο από τη στιγμή που ο Αρκουδέας κεντρώνει τρεις στόχους: τον πληροφοριακό (τι έγινε και γιατί), τον αφηγηματικό και τη σύνδεση όλων με το σήμερα. Για να καταδειχθεί πως όλα εδώ πληρώνονται και όλα σε εμάς καταλήγουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το επίσης ευκταίο του συγκεκριμένου βιβλίου είναι ότι ο συγγραφέας του δεν παίρνει θέση. Καίτοι είναι εμφανής η άπωσή του από τους βυζαντινισμούς που συνέβησαν στο παρασκήνιο και οι οποίοι λειτούργησαν ανασχετικά στην προώθηση της υποψηφιότητας του Καζαντζάκη, εντούτοις δεν χαρίζεται ούτε στον Κρητικό. Ναι, υπήρξαν άνθρωποι που με απαράμιλλη δριμύτητα κυνήγησαν τον Καζαντζάκη ως κομμουνιστή, διαφθορέα των νέων και άθεο. Υπήρξε μια πεισματική, σχεδόν μανιχαϊστική, δράκα μανδαρίνων που δεν ήθελαν με τίποτα ο Καζαντζάκης να εδραιωθεί ως εθνικός συγγραφέας. Υπήρξαν μικρότητες και εγωισμοί ακόμα και από επιφανείς συναδέλφους του, αλλά το βασικό είναι ότι ελάχιστοι κατανόησαν το μέγεθος του ανδρός και πάνω από όλα την απόλυτη πρόσδεσή του με τη λογοτεχνία και το έργο του.

Ο Καζαντζάκης μοιάζει να είναι ο μοναχικός λύκος μέσα σε ένα κοπάδι πεινασμένων λεόντων. Ακολούθησε με φρενήρεις ρυθμούς μια σταχανοβίτικη λογική. Έγραφε μέχρι τελικής πτώσης, κατάστρεψε την προσωπική του ζωή, έδωσε μάχες, ζήτησε επιβεβαίωση και πάνω από όλα ακολούθησε τον προσωπικό του θεό και το ιδιαίτερο όραμά του. Για την Ελλάδα του ’50 που ακόμη ζούσε με το αίμα του Εμφυλίου και τις ανοιχτές πληγές του, η παρουσία του ήταν μάλλον περιττή ή εκτός εποχής.

Ο Αρκουδέας κυκλώνει το θέμα του: αναφέρεται στην απαρχή των βραβείων Νόμπελ, στις συχνά αμφιλεγόμενες επιλογές της Επιτροπής, αλλά και στον αχό που σηκώνει κάθε χρόνο η ανακοίνωση του νικητή. Κάνει διεξοδική αναφορά στους διώκτες του Καζαντζάκη, αλλά και στους λίγους που στάθηκαν στο πλευρό του. Αναφέρεται εκτενώς στη θυελλώδη σχέση που είχε με τη  Γαλάτεια, αλλά και στο απάνεμο λιμάνι που βρήκε στην Ελένη. Φυσικά δεν λείπει η καταγραφή της ιδιαίτερης και άκρως αμφίρροπης σχέσης του με τον Άγγελο Σικελιανό. Μια συμπόρευση που άλλοτε ήταν μια σφραγίδα φιλίας κι άλλοτε μια ανυπέρβατη μάχη δύο προσωπικοτήτων με σημαντικό εύρος.

Κανείς δεν ξέρει αν η ζωή του Καζαντζάκη θα άλλαζε αν λάμβανε το βραβείο. Το σίγουρο είναι ότι η βράβευση που δεν ήρθε θα μπορούσε να κατασιγάσει λίγο τα πολιτικά πάθη, να λειτουργήσει ενοποιητικά σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν χωρισμένη σε δύο στρατόπεδα. Ο Κρητικός δέχθηκε επιθέσεις από παντού και για πολλά χρόνια. Οι φετφάδες της επίσημης Εκκλησίας έχουν μείνει στην ιστορία. Δεν επέτρεψαν ούτε έναν παπά να πάει να τον διαβάσει πάνω από τον τάφο του, ενώ ακόμη και σήμερα δεν έχει ακουστεί μια επίσημη συγγνώμη από κανέναν ανώτατο ιερέα.

Κι όμως, ο Καζαντζάκης επέζησε τη στιγμή που οι διώκτες του έχουν παραμείνει στην αφάνεια και δεν προβλέπεται να βγουν ποτέ από εκεί. Ο σημαντικός συγγραφέας έχει το βασιλικό προνόμιο να υπάρχει ανεξάρτητα από τα βραβεία και τις επιθέσεις. Ο Καζαντζάκης, στις μέρες μας, είναι μια γνωστή φιγούρα σε όλο τον κόσμο, ενώ στην Ελλάδα τον μνημονεύουν ακόμη κι εκείνοι που δεν διαβάζουν λογοτεχνία. Είναι ένας «κοινός» τόπος, μια σταθερά της χώρας. Αναγνωρίστηκε έστω και αν δεν φόρεσε το μετάλλιο της Ακαδημίας.

Όλα τούτα και πολλά περισσότερα καταγράφονται στο «Χαμένο Νόμπελ» με τρόπο εύγλωττο, κομψό, αισθητικά άρτιο και με μια διάθεση το αναδρομικό ταξίδι να μην έχει μια τελικότητα, αλλά να φτάνει μέχρι το σήμερα. Μπορεί στις μέρες μας να μην έχουμε έναν αντίστοιχο Καζαντζάκη και να μην διεκδικούμε ένα κάποιο Νόμπελ, όμως το ότι η ελληνική κοινωνία, χωρισμένη στα δύο, αποζητάει ένα ενοποιητικό στοιχείο, κάτι να την ενώσει, είναι παραπάνω από πρόδηλο. Φευ, ο Καζαντζάκης μπορεί να ξανασταυρωθεί, αλλά δεν μπορεί να γεννηθεί από την τέφρα του.