«Το Αυγό του Θεού» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα φαντασίας της Σουζάνας Χατζηνικολάου, τρία χρόνια μετά το εντυπωσιακό της ντεμπούτο με την «Ίριδα, η πόλη της ψυχής μας» (Πατάκης, 2012). Πιο απελευθερωμένη εκφραστικά και με περισσότερη πίστη στις ικανότητές της, κατοχυρώνει πλέον τη θέση της ως μία συγγραφέας εκτενών αφηγήσεων όπου η επική φαντασία συμπλέκεται με το παραμύθι, ενώ τα ηθικά διλήμματα και τα προσωπικά πάθη συναντούν τους αρχαϊκούς μύθους και τις αρχετυπικές δυνάμεις.

Στον κόσμο της Νεβάντε, λοιπόν, αυτή τη φορά, ξεχωρίζει η περιβόητη πρωτεύουσα Βαγιαμόρεν, που περιβάλλεται από ψηλά συμπαγή τείχη με είκοσι πύλες, δέκα εισόδους και δέκα εξόδους, για τους εμπόρους και τους προσκυνητές. Το εσωτερικό της είναι περισσότερο ένα σύμπλεγμα ναών και ιερών που οδηγούν τελικά στον μεγάλο ναό Σελέτικ, στον λόφο της πόλης, εκεί όπου δοξάζεται ο θεός Γκνοφόσιρ. Η δύναμη του ιερατείου, και συγκεκριμένα του Μεγάλου Αρχιερέα Ζεσπίκα, έχει φτάσει σε τέτοια ισχύ ώστε η Βαγιαμόρεν είναι πλέον μια ακραία θεοκρατική κοινωνία, οι Ιεροί Νόμοι είναι απαράβατοι και ρυθμίζουν σε απόλυτο βαθμό τη ζωή των κατοίκων. Έτσι, οποιαδήποτε αμφισβήτηση θεωρείται τρομερό έγκλημα και οι ένοχοι καταδικάζονται ως δαιμονισμένοι. H τιμωρία τους είναι να σημαδευτούν στο μέτωπο με τη Σφραγίδα της οργής του θεού και να εξοριστούν από την πόλη, στιγματισμένοι και απόκληροι.

Ένας τέτοιος εξόριστος είναι κι ο Φίλκε που ύστερα από τέσσερα χρόνια αποφασίζει να επιστρέψει πίσω – είναι το τελευταίο πράγμα που του έχει μείνει πλέον να κάνει. Μετά την πρώτη του αποτυχημένη προσπάθεια να περάσει μία από τις πύλες, θα συναντήσει δύο νεαρά αδέρφια, τον Ίλυ και τον Άνικ, εμπόρους κρασιού από τη Μοτιάνα και γιους εξόριστης μητέρας, που θα θελήσουν να τον βοηθήσουν. Έτσι ο Φίλκε θα διαβεί πάλι τους γνώριμους δρόμους, θα επιχειρήσει να επισκεφτεί το πατρικό του, θα συναντηθεί με την αδερφή του Σιντιάνα, θα βρει τον παλιό του φίλο Σίντρο και θα λύσουν την παρεξήγηση που δημιουργήθηκε μεταξύ τους με την καταδίκη του. Όμως τα πράγματα κάθε άλλο παρά ιδανικά είναι, όπως αναμένεται άλλωστε για έναν εξόριστο. Τι έχει συμβεί τελικά με τη Μυριάννα, τον μεγάλο έρωτα του Φίλκε; Και ποιο είναι το νόημα από το παραμιλητό του ετοιμοθάνατου ιερέα που η παρέα θα συναντήσει αιμόφυρτο σε ένα σοκάκι της πόλης;

Σταδιακά αποκαλύπτεται πως μακριά από τη Βαγιαμόρεν, πέρα από τις παροδικές αντιπαλότητες και αντιδικίες των ανθρώπων, ένα πιο τρομερό κακό καραδοκεί. Οι θεοί και οι δαίμονες έχουν να δώσουν τη δική τους μάχη για την επικράτηση στον κόσμο. Φοβεροί δράκοι θα ξεχυθούν πάνω από τη Νεβάντε. Κρυπτογραφημένα μηνύματα και αρχαία μυστικά θα πρέπει να λυθούν, τη στιγμή που η συντροφιά με τον τελευταίο εξόριστο θα έχει τη δική της ξεχωριστή αποστολή…

Διαβάζοντας το «Αυγό του Θεού» δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως αποτελεί ένα από τα πιο καλογραμμένα μυθιστορήματα στο είδος του ελληνικού fantasy. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που κερδίζει αμέσως τον αναγνώστη – η πλούσια, έντονα χρωματισμένη γραφή, η παραστατική δύναμη της αφήγησης, η ευχέρεια στην περιγραφή ακριβών εικόνων, οι όμορφες και εμπνευσμένες μεταφορές. Η Σουζάνα Χατζηνικολάου γνωρίζει τα χαρακτηριστικά του είδους και πετυχαίνει να μας εισάγει απόλυτα στον κόσμο που πλάθει η δημιουργική της φαντασία. Πρόκειται εμφανώς για μια συγγραφέα προικισμένη με πλούσια επινοητική ικανότητα, η οποία αποτυπώνεται πληθωρικά με αφηγηματική ευχέρεια και περιγραφική άνεση, ενώ μέσα από έναν διάλογο ζωντανό, ρεαλιστικό και ζωηρό μεταφέρονται στον αναγνώστη οι διαθέσεις των χαρακτήρων, διαγράφονται οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα, και ζωντανεύουν γλαφυρά και ανάγλυφα περασμένα περιστατικά.

Έτσι, μαζί με τα πρόσωπα του βιβλίου, περνάμε κι εμείς από τις πύλες της ιερής πόλης, τριγυρίζουμε στους δρόμους και στις πλατείες της, βλέπουμε τα σπαρτά να ωριμάζουν στα χωράφια αλλά και νιώθουμε άμεσα την ατμόσφαιρα μιας βασιλικής αίθουσας, ενός αγροτόσπιτου, μιας υγρής κρύπτης, μιας πλούσιας βιβλιοθήκης, μιας σκοτεινής σπηλιάς ή ενός παλατιού χτισμένου στην άμμο. Παράλληλα, ζωντανεύουν μπροστά μας ορισμένοι ενδιαφέροντες ανθρώπινοι τύποι, που στη συγκεκριμένη περίπτωση κινούνται σε δύο αντίθετους πόλους: από τη μία έχουμε εκείνους που είναι τυφλωμένοι από μια πίστη αποκλεισμού και μίσους, αυτούς που ταυτίζονται με την υπέρτατη φοβία απέναντι στον Ιερό Νόμο, αλλά και εκείνους που χρησιμοποιούν τους μηχανισμούς της εξουσίας με κίνητρα καθαρά προσωπικά και για ίδιον όφελος, ενώ από την άλλη έχουμε όσους υπακούν στην «ανθρώπινη καρδιά», στα ευγενή αισθήματα, στην ανθρώπινη καλοσύνη και αλληλεγγύη.

Επίσης, καθώς στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο θρησκευτικός φανατισμός και η μισαλλαδοξία, κάτω από το πρώτο επίπεδο της πλοκής νιώθουμε να θίγονται ορισμένα σημαντικά θέματα όπως η δυνατότητα εμπιστοσύνης ή εξαπάτησης των άλλων, η ανάληψη των ευθυνών μας και η διαχείριση των αδυναμιών, η θέληση για επιβίωση και οι ηθικές επιλογές που μπορούν να γίνουν υπό ακραίες συνθήκες…

Εν τέλει, στο «Αυγό του Θεού» αναζητήσαμε και βρήκαμε την απόλαυση που μπορεί να αντλήσει κανείς από ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, την πολυήμερη παραμονή σε έναν κόσμο γοητευτικό, όπου οι ήρωες έχουν τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για να εμπλέξουν τον αναγνώστη στον δικό τους κόσμο και στις δικές τους περιπέτειες. Ένα βιβλίο που απαιτεί, όπως και από τους κατοίκους της Βαγιαμόρεν, προσωπική αφοσίωση για να σε ταξιδέψει…