«Η Ρούτα κινήθηκε μέχρι τα όρια του Αρχέγονου, γύρισε το κεφάλι, στάθηκε με το πρόσωπο προς τον βορρά και βρήκε μέσα της ξανά την αίσθηση πως ξεπερνούσε όλα τα σύνορα, τις απαγορεύσεις, τις πύλες. Για μια στιγμή έσκυψε πάνω απ’  αυτή την αίσθηση τρυφερά. Τότε ξέσπασε μια μεγάλη χιονοθύελλα, και η Ρούτα μπήκε μέσα της με όλο της το είναι» (σελ. 198)

Η Πολωνή Όλγκα Τοκάρτσουκ (1962-) τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας  2018 «για την αφηγηματική της φαντασία η οποία με εγκυκλοπαιδικό πάθος αναδεικνύει το πέρασμα ορίων ως τρόπο ζωής». «Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί» είναι το πρώτο βιβλίο της που μεταφράστηκε στα ελληνικά. Η αφήγηση «σπάει» σε επιμέρους αφηγήσεις (που χαρακτηρίζει «καιρούς» και  εναλλάσσονται προωθώντας την εξέλιξη της ιστορίας  – π.χ. «ο καιρός της Γκενοβέφα», του Ιζίντορ). Είναι η ιστορία ενός χωριού, των κατοίκων του και μιας οικογένειας. Είναι το Αρχέγονο, η Μαύρη, η Λευκή. Είναι ο Μίχαλ, η Γκενοβέφα, η Μίσια, ο Ιζίντορ ∙ η Σταχούλα, η Ρούτα, ο Πάβελ, ο βαρόνος Ποπιέλσκι. Είναι οι Οκτώ Κόσμοι και ο ίδιος ο Θεός.

Με τον τρόπο ενός παραμυθιού –με τους αγγέλους, τα φαντάσματα, τις ψυχές–, διατρέχουμε την ιστορία του τόπου (της Πολωνίας) από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τις μέρες μας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, χρονικά, στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τη γερμανική κατοχή και την έλευση των Ρώσων ως απελευθερωτών. Ακολουθεί ο κομμουνισμός και η πτώση του. Με εξαίρεση τους παγκόσμιους πολέμους, οι υπόλοιπες χρονικές περίοδοι υπονοούνται, αρκετά σαφώς ωστόσο, την ώρα που οι χαρακτήρες παίρνουν τα ηνία της αφήγησης. Ο Μίχαλ φέρει ανεξίτηλα μέσα του την εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως και η γυναίκα του, η Γκενοβέφα, εκείνην του Β΄. Η κόρη τους, η Μίσια, θα απορρίψει μια ζωή μακριά από το Αρχέγονο, για να γίνει σύζυγος του Πάβελ, γιου του γερο-Μπόσκι, και να κάνει πολλά παιδιά, ενώ ο αδελφός της, ο Ιζίντορ, θα μείνει πιστός στον έρωτά του για τη Ρούτα, κόρη της Σταχούλας, που γεννήθηκαν τον ίδιο καιρό και μεγάλωσαν μαζί. Ο βαρόνος Ποπιέλσκι θα ξεφύγει για λίγο από το μαρτύριο του χρόνου, που τον βασανίζει, με τον έρωτά του για μια ζωγράφο, προτού βυθιστεί στο Παιχνίδι των Οκτώ Κόσμων (το παιχνίδι του Θεού) –  κι ο κόσμος όλος θα γεράσει και θα χαθεί.

Η γραφή της Τοκάλτσουκ φαίνεται να ακολουθεί κάποια ροή (της συνείδησης , των συνειρμών;) που συνυπάρχει ακατάλυτα με τη φύση, η οποία αλλάζει ανάλογα με τις εποχές και το πέρασμα του χρόνου  (σημειώνουμε, προς υποστήριξη των παραπάνω, την εποχή των μηλιών και εκείνην των αχλαδιών στον «καιρό του περιβολιού» – σελ. 191-193). Σαν να απλώνει στον καμβά της χρώματα (ιστορίες) που ακολουθούν τη δική τους πορεία και εκείνη, αν και παντεπόπτης αφηγητής, δεν χρειάζεται να κινήσει τα νήματα∙ ο λόγος της μας ταξιδεύει σε αυτόν τον (κάθε) ευλογημένο τόπο, σε αυτή την περιπέτεια που λέγεται ζωή, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς βιάση – σαν να γνωρίζει το «μυστικό» της ύπαρξης  που μένει, όμως, στον καθένα να ανακαλύψει για τον εαυτό του.

Σχεδόν αψεγάδιαστη η έκδοση του Καστανιώτη, οφείλει πολλά στη μετάφραση από τα πολωνικά της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου (η έκδοση επιχορηγήθηκε από το Πολωνικό Ινστιτούτο Βιβλίου).