Η δυσκολία με τα λογοτεχνικά έργα «της κρίσης» είναι, νομίζω, η επικαιρικότητά τους. Πώς διαβάζει κανείς, όταν είναι βυθισμένος μέσα στην κρίση, γι’ αυτήν και τις επιπτώσεις της; Αλλά και πώς διαβάζει κανείς για την κρίση που έχει περάσει, αν υποθέσουμε ότι θα έχουμε ζήσει το ξεπέρασμά της;

Οι δεκαεφτά συγγραφείς που γράφουν διηγήματα στο συλλογικό τόμο «Το αποτύπωμα της κρίσης» είναι όλοι τους «φτασμένοι». Διατηρώντας ο καθένας το δικό του, διακριτό λογοτεχνικό ύφος, γράφουν για το σήμερα. Η ομαδοποίηση που ακολουθεί γίνεται στην προσπάθεια να δοθεί μια γενική ιδέα στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη.

Ο Κώστας Κατσουλάρης («Το ελληνικό αίνιγμα»), ο Βασίλης Γκουρογιάννης («Η θεραπευτική αξία του μηδενός – σκέψεις καθ’ οδόν προς το βυθό») και, από μια άλλη άποψη, ο Χρήστος Αστερίου («Μόνος») και ο Μιχάλης Μοδινός («Φίλοι του βουνού και του λόγγου») φαίνεται να αποδέχονται, εν μέρει τουλάχιστον, την ευθύνη του καθενός για την κατάσταση που δημιουργήθηκε: υπό τον τύπο μιας συλλογικής καθαρτήριας δημόσιας ομολογίας ο πρώτος, ενός σπινθηροβόλου διαλόγου μεταξύ τεσσάρων φίλων ο δεύτερος, ενώ στα άλλα δύο ήρωας είναι το περίφημο «λαμόγιο» που αφού εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις πολιτικές και κοινωνικές διασυνδέσεις του μένει τελικά, και στην ουσία, μόνος.

Ο Κώστας Ακρίβος («Δεν θα γίνω Έλληνας ποτέ;»), ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης («Ο ξένος που έφυγε»)  και η Σώτη Τριανταφύλλου («Voodoo child») έχουν στα διηγήματά τους ως ήρωες μετανάστες στον καιρό της κρίσης. Επιχειρούν να περιγράψουν τα συναισθήματα ενός παιδιού ο πρώτος, δύο νεαρών ο δεύτερος και η τρίτη, που προσπαθούν να ζήσουν ισότιμα ως πολίτες και σε σχέσεις –αλληλεγγύης, έρωτα, αγάπης;– με τους γηγενείς.

Η Ελένη Γιαννακάκη («Αγίου Νικολάου και Καραϊσκάκη γωνία»), ο Τάσος Καλούτσας («Η δραπέτευση»), η Λένα Κιτσοπούλου («Έχε γεια, καημένε Κώστα), η Κάλλια Παπαδάκη («Καπετάν Φασαρίας») και η Έρση Σωτηροπούλου («Ελάτε στο γραφείο μου») καταπιάνονται με ιστορίες ντόπιων που συνθλίβονται από την κρίση. Η Παπαδάκη, ο Καλούτσας και η Κιτσοπούλου επιφυλάσσουν για τους ήρωές τους ένα τραγικό τέλος, ενώ η Γιαννακάκη αφήνει να φανεί μια χαραμάδα (ανθρωπιάς) και η Σωτηροπούλου ένας τρόπος επιβίωσης.

Ο Νίκος Κουνενής («Σκοτεινές τέχνες») και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος («Μάναεξουρανού») σχολιάζουν την κρίση με πνευματώδη διάθεση. Θέλει γερά κότσια και μάλλον τα καταφέρνουν.

Ο Χρήστος Οικονόμου («Εμείς ζεσταινόμαστε με σάμπα») κινείται στο ενδιάμεσο, θα έλεγε κανείς, των δύο παραπάνω «κατηγοριών» με τη γνωστή του ευαισθησία.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος («Επιστροφή») παρακολουθεί στοχαζόμενος με το φακό του τα πεζοδρόμια και τους τοίχους της Αθήνας. Ενώ ο Σωτήρης Δημητρίου («Ξένα ρούχα») είναι ο μόνος που συνδέει νοσταλγικά ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν με το τώρα σε μια επαρχιακή πόλη (Ηγουμενίτσα), αφήνοντας για το τέλος, με το γνωστό, λιτό ύφος του, μια πικρή υπόμνηση.

Επανερχόμενη στο αρχικό ερώτημα οφείλω ίσως μια απάντηση στον υπομονετικό αναγνώστη: ναι, διηγήματα για την κρίση διαβάζονται «μέσα στην κρίση» χωρίς απαραίτητα να προκαλούν θλίψη και αδιέξοδα. Εξαρτάται από την ικανότητα του συγγραφέα να μετουσιώνει αυτό που παρατηρεί, έχει βιώσει ή διαισθάνεται σε λέξεις οι οποίες δεν συνιστούν απλή καταγραφή ή ρεπορτάζ (και, βέβαια, πόρρω απέχουν από πολιτικές κενολογίες). Όσον αφορά το δεύτερο, αν, δηλαδή, ως αναγνώστες θα ξαναγυρνάμε σε ιστορίες γραμμένες τον «καιρό της κρίσης» κι εδώ, νομίζω, η απάντηση είναι θετική. Διαβάστε (και)  Έλληνες συγγραφείς∙ έχουν πολλά να πουν.

Την επιμέλεια της συλλογής είχαν η Ελένη Μπούρα και η Μικέλα Χαρτουλάρη.