«Τους αναγνώστας τους προτιμώ, έχουν πίστιν, τους άλλους σκιάζομαι, τους εραστάς της αγυρτείας. Θα με παρεξηγήσουν, θα παραποιήσουν το πνεύμα μου»
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής λαϊκών τραγουδιών. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού.
Στο «Αγγελόκρουσμα», λογοτεχνικός ήρωας και πρωταγωνιστής είναι ο Παπαδιαμάντης. Το πεζογράφημα αυτό αποτελεί μια αυτοαφήγηση με χρονική αφετηρία την επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1911, όταν «ο παππούς μας ο κυρ-Αλέξανδρος μετρούσε τις αντοχές του στην κορυφαία μάχη του βίου, την τελική, αυτήν με τον Άρχοντα του Άδη, όπου από την έκβασή της κανείς θνητός στον κόσμο αυτόν δεν εξήλθε μέχρι σήμερα νικηφόρος. Σωνόταν πια το λαδάκι του!» (σελ. 9).
Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί έναν από τους βασικούς θεμελιωτές του ελληνικού διηγήματος και μυθιστορήματος. Ο λόγος του είναι ποιητικός, ασκητικός και λιτός, με αρχαίες ελληνικές και βυζαντινές επιρροές – όπως εξάλλου ήταν και ο βίος του, λιτός και δωρικός. Έτσι και ο Κοροβίνης, στα χνάρια του, συνεχίζει επάξια το έργο του, που είναι η διάσωση της λαϊκής μας παράδοσης και η προβολή του λαϊκού λόγου, χρησιμοποιώντας γλώσσα ανεπιτήδευτη και καθάρια.
Ο Κοροβίνης στο «Αγγελόκρουσμα» μας μεταφέρει στην επομένη της Πρωτοχρονιάς του 1911, όπου ο ήρωάς του, ο κυρ Αλέξανδρος, βιώνει τις τελευταίες στιγμές του βίου του. Μέσα από τη δραματική και γεμάτη λεπτομέρειες αφήγησή του δημιουργείται μια ατμόσφαιρα συγκινησιακή: «Τον περιέλουε ο προθανάτιος ίδρος, το σύγκρυο. Η ψυχή του αγκιστρώθηκε στο αναμνηστικό μιας ανεπίδοτης αγάπης. “Αρρώστησα, ξαρρώστησα, και πήγα να πεθάνω, δεν βάσταξε η καρδούλα σου να ελθείς να δεις τι κάμω;’’ Έφευγε η ψυχή του και το ’νιωθε. Μας εγκατέλειπε “ξένος του κόσμου και της σαρκός”, όπως είχε ο ίδιος δηλώσει» (σελ.10). Περιγράφεται ένας κόσμος καθαρά παπαδιαμαντικός με φιγούρες να ξεπηδούν από τα διηγήματά του: «Να κι η Μοσχούλα γυμνή, να την, λούεται εις το φως της σελήνης. Ωχ, βασανάκια!» (σελ.24). Επίσης, γίνεται αναφορά σε κάποια στοιχεία από τη ζωή του Παπαδιαμάντη, όπως η επαφή του με τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, το περιβάλλον της Αθήνας, η μεταφραστική δουλειά στις εφημερίδες: «Θα μου δώκει μια δουλειά καλή, με μήνυσε ο καλός μου ο Νιρβάνας. Μεταφράσεις! Θα αμειφθώ, μου έταξεν. Χρειάζονται τ’ αχρείαστα!» (σελ.20).
Στο «Αγγελόκρουσμα» ο Παπαδιαμάντης μεταμορφώνεται σε λογοτεχνικό ήρωα και νιώθουμε ότι έχει επιστρέψει και μας χαρίζει ποιητικές στιγμές όπως συνήθιζε να κάνει – όλα αυτά οφείλονται στον αριστοτεχνικό τρόπο που τον παρουσιάζει ο Κοροβίνης, ο οποίος θα μπορούσαμε με μεγάλη πίστη να πούμε ότι ήταν ο πιο κατάλληλος συγγραφέας για την πιο πιστή απόδοση της μορφής του Παπαδιαμάντη σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Με το βιβλίο του αυτό τιμά τον Παπαδιαμάντη, τον μεγάλο Σκιαθίτη λογοτέχνη.