«Κυκλοφορούμε στους φωταγωγημένους δρόμους

των μεγάλων μητροπόλεων του κόσμου

με το ύφος των αστών και τους τρόπους καλής συμπεριφοράς

που διδαχθήκαμε αγνοώντας ότι οι ζωές μας είναι πλημμυρισμένες

από μυστικά συναισθήματα και ιερά τραγούδια

κάπου ξεχασμένα μέσα μας

και που θα βγουν ξανά στην επιφάνεια μόνο στην κηδεία μας» (σελ. 261)

Το «Αίνιγμα του γυρισμού» είναι το τελευταίο έργο της περιόδου που ονομάζεται «Αμερικανική Αυτοβιογραφία» του γαλλόφωνου συγγραφέα Ντανί Λαφεριέρ, που γεννήθηκε το 1953 στο Πορτ-ο-Πρενς της Αϊτής και από το 1976 ζει στο Μόντρεαλ του Καναδά. Το συγκεκριμένο έργο απέσπασε το γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο Médicis το 2009. Αποτελείται από δύο μέρη, «Αργόσυρτες προετοιμασίες για την αναχώρηση» και «Γυρισμός». Το βιβλίο ξεκινά με την είδηση του θανάτου του πατέρα του συγγραφέα, ο οποίος ζούσε στο Μπρούκλιν. Εξόριστος κι ο ίδιος, είχε φτάσει να απαρνιέται ότι είχε  οικογένεια, μία σύζυγο και δυο μικρά παιδιά, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει λόγω της αντίθεσής του στη δικτατορία του Φρανσουά Ντιβαλιέ. Ο γιος, που φέρει το ίδιο όνομα, Ουίνδσορ, πηγαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες για την κηδεία του πατέρα του. Γράφει υπαινικτικά για τον πατέρα του, για τα δικά του βιώματα στην εξορία, για τον βαρύ χειμώνα στο Μόντρεαλ, για την ποίηση των στίχων του Αιμέ Σεζαίρ από τη Μαρτινίκα που μόλις τώρα ανακαλύπτει αν και ταξιδεύει χρόνια μαζί τους.

Κι ύστερα επιστρέφει στην Αϊτή απ΄ όπου έφυγε στα 23 του (τώρα είναι 56), μετά τη δολοφονία ενός συναδέλφου και φίλου του από τον υιό Ντιβαλιέ, τον Μπέιμπι Ντοκ. Ξαναβλέπει τη μητέρα του, την αδελφή του∙ τώρα έχει και έναν ανιψιό, τον Ντανύ, 23 ετών, φοιτητή. Ξανασυναντά ή έρχονται και τον βρίσκουν φίλοι και γνωστοί δικοί του ή του πατέρα του∙ διανοούμενους, ζωγράφους. Ταξιδεύει στην ενδοχώρα, ανακτά τη μνήμη, τα χρώματα, ανακαλύπτει ξανά τις συνήθειες των ανθρώπων της χώρας του. Πηγαίνει στο χωριό του πατέρα του για να τον θάψει, χωρίς σώμα.

Το κείμενο του Λαφεριέρ είναι μια εναλλαγή στίχων σαν χαϊκού και πεζού λόγου, μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού κόσμου, όπως σημειώνει στην κατατοπιστικότατη εισαγωγή της η Κατερίνα Σπυροπούλου. Μας οδηγεί, «από το παράθυρο του μυθιστορήματος», στην «επιστροφή» σε μια πολύπαθη μικρή χώρα, στην πλούσια ιστορία της και στους ανθρώπους της. Μπορεί το κυρίαρχο θέμα του να είναι η νοσταλγία, όμως ο συγγραφέας γνωρίζει καλά τι σημαίνει το «εδώ» και τι το «εκεί» και μπορεί να είναι ταυτόχρονα κριτικός και τρυφερός όταν αναφέρεται σε αυτήν. Λιτός και ακριβής στην έκφραση, γράφει για την πείνα, τις κοινωνικές ανισότητες, το έγκλημα από ανάγκη ή από επιλογή∙ για την εξορία και τη μετανάστευση, αλλά και για την ευτυχισμένη παιδική ηλικία, τις τοπικές παραδόσεις, γνωρίζοντάς μας μια χώρα πολύχρωμη όπως οι πίνακες ναΐφ των ζωγράφων της.