Όταν ένα καινούργιο αστέρι στον ουρανό της λογοτεχνίας ανατέλλει, συνήθως οι κριτικοί παραμένουν προς στιγμήν ενεοί, προσπαθώντας να μαντέψουν την τροχιά που θα διαγράψει, τη διάρκεια και τη λάμψη του. Συνήθως επιφυλάσσονται για να μην εκτεθούν και κατηγορηθούν για υπερβάλλοντα ζήλο και αδικαιολόγητη σπουδή.

Εγώ προσωπικά, προτιμώ να δίνω τον λόγο στο ίδιο το κείμενο που κραυγάζει από τις σελίδες του βιβλίου και διεκδικεί την προσοχή μας. Διαβάζω στις σελίδες 33 και 34 του πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου και μεταφραστή Τάσου Ψάρρη: «Λοιπόν, βασίλισσα» είπε στη Χαρά, «προσωπάκια σαν το δικό σου δεν είχα ποτέ την τύχη να ζωγραφίσω. Ο καλλιτέχνης πρέπει να αναζητά συνεχώς νέες πηγές έμπνευσης και νομίζω ότι για μένα σήμερα είναι η τυχερή μου μέρα. Τι λες, θα μου κάνεις την τιμή;» Η Χαρά χειροκρότησε ζωηρά, και ο Θόδωρος, λαμβάνοντας την αντίδρασή της ως καταφατική απάντηση, βάλθηκε να ξεφωνίζει περιχαρής ότι μια τέτοια ομορφιά δεν πρέπει να μένει ούτε λεπτό ανεκμετάλλευτη και να διαλαλεί την πεποίθησή του ότι η συνεργασία τους θα στεφόταν από μεγάλη επιτυχία. Ήταν βέβαιος πως ο κόσμος θα χαιρόταν να πίνει το καφεδάκι του μέσα σε μια κούπα διακοσμημένη με το πρόσωπο ενός αγγέλου. Κι ο καφές… Να μπορούσαν μόνο να φανταστούν τη γεύση του… Κατόπιν προχώρησε ένα βήμα παραπέρα: με το λανσάρισμα ενός τέτοιου κομψοτεχνήματος στην αγορά, θα αυξανόταν κατακόρυφα η κατανάλωση του καφέ, θα ενισχύονταν η επιχειρηματικότητα και οι επενδύσεις και θα δημιουργούνταν νέες θέσεις εργασίας. Ω, ναι, οι τρεις τους θα έκαναν μεγάλο καλό στην κοινωνία! (σελ. 33-34).

Ρέων λόγος με ρομαντικές αποχρώσεις νοσταλγικής κοπής, ειδική μέριμνα του τριτοπρόσωπου αφηγητή για εικονογραφική απεικόνιση των εσωτερικών κι εξωτερικών τοπίων των προσώπων που διαλέγει να αγιογραφήσει χωρίς να αποφεύγει τα φωτεινά σκούρα χρώματα.

Οι σχέσεις του ζωγράφου με τη νεαρά ύπαρξη που ζει με τη μητέρα της στο βουνό είναι εξ ορισμού περιπεπλεγμένες. Μάνα και κόρη συμπλέκονται στο σύμπαν του γοητευτικού ζωγράφου. Ανταγωνίζονται υπόγεια υπερβάλλοντας σε ζήλο κι ενδιαφέρον για την κόρη. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ας προσέξουμε τη δραματικότητα του διαλόγου και την έξοχη ψυχογράφηση των ηρωίδων:

«Και για να ’χουμε καλό ερώτημα» είπε σκύβοντας από

πάνω της, «το στόλισμα πού κολλάει;».

«Δεν έχω να πω τίποτα».

«Χαρά, δεν σε καταλαβαίνω. Η τελευταία φορά που

ντύθηκες έτσι ήταν…» –η Ξένια άργησε λίγο μέχρι να

θυμηθεί–, «…ήταν πριν από δύο χρόνια, στα γενέθλιά

σου. Κι αυτό το φόρεμα, μου κάνει εντύπωση που το

ξαναβλέπω τώρα πάνω σου. Καλά, εσύ δεν είχες πει ότι

δεν θα το ξαναφορούσες ποτέ; Δεν θυμάσαι πώς έκα-

νες όταν το είδες στη βαλίτσα, αν και σου εξήγησα ότι

μπερδεύτηκε κατά λάθος με τα υπόλοιπα ρούχα σου…

Δεν θυμάσαι που το άρπαξα την τελευταία στιγμή από

τα χέρια σου πριν το κομματιάσεις; Και τώρα σε βλέπω

να το μοστράρεις σαν να μην συμβαίνει τίποτα… Mα

ξέχασες τι είναι εδώ, ξέχασες το φοβερό κρύο που κά-

νει; Ξέχασες πού βρισκόμαστε, μωρό μου;»

 «Ώστε ξαφνιάζεσαι για το φόρεμα, ε…;» είπε η Χαρά

τρίζοντας τα δόντια. «Ζηλεύεις, είμαι σίγουρη ότι ζη-

λεύεις, εσύ ποτέ δεν προσπάθησες να είμαι καλά και

τώρα που βρέθηκε έστω και σ’ αυτό το μέρος κάποιος

που μπορεί να με κάνει ευτυχισμένη, ζηλεύεις». […]

Η Ξένια ίσα που πρόλαβε να ρίξει μια ματιά στο

τσαλακωμένο ραβασάκι, κι αυτό γιατί η Χαρά μάζεψε

πολύ γρήγορα το χέρι της, λες και αυτό που ήθελε δεν

ήταν να το δείξει στη μητέρα της, αλλά να το δει η ίδια.

Με μια αστραπιαία κίνηση, έκρυψε ξανά το χαρτάκι

στην τσέπη και στραβομουτσούνιασε.

«Ξέρεις πως δεν είναι έτσι…» είπε η Ξένια, αλλά ήταν

τόσο αδύναμη η φωνή της, που μετά βίας ακούστηκε. (σελ. 70-72).

Αλλά ας δούμε και μια ρομαντική περιγραφή της Φύσης, που παραπέμπει στο περίφημο κίνημα του 18ου αιώνα «Θύελλα κι Ορμή» (“Sturm und Drang”):

Η Ξένια ένοιωσε τον αέρα να τη μαστιγώνει και το

κρύο να τη γονατίζει. Αν ήξερε ότι σε τόσο μικρή από-

σταση από το σπίτι της ο καιρός θα χειροτέρευε, θα

είχε φροντίσει τουλάχιστον να ντυθεί καλύτερα. Τα

μάτια της είχαν γεμίσει με χώμα. Φώναξε στη Χαρά να

κουμπώσει το παλτό της, αλλά εκείνη δεν υπάκουσε,

ή δεν άκουσε, και συνέχισε να προχωράει ακάθεκτη

αψηφώντας τα τερτίπια του καιρού.

Έφτασαν μπροστά σε μια χωριάτικη πόρτα. Από

πάνω της, σ’ ένα πλατύ περβάζι, ένας κούκος επαγρυ-

πνούσε μπροστά σε μια φωλιά φτιαγμένη από κλώνους

αγράμπελης, μέσα στην οποία, αν έκρινε κανείς από τα

εκκωφαντικά ξεφωνητά, πρέπει να είχε στηθεί κάποιο

γλέντι. Ο κούκος βάρεσε επιδεικτικά τα φτερά του και

έκανε μια εντυπωσιακή κωλοτούμπα, διακηρύσσοντας

την κυριαρχία του στον χώρο.

Προσπαθώντας να ξαναβρούν τις αναπνοές τους,

μάνα και κόρη παρατηρούσαν τον φτερωτό παλικα-

ρά, όταν το έδαφος σείστηκε από έναν δυνατό καγχα-

σμό που ακούστηκε από μέσα. Ήχος ξεκλειδώματος. Η

πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Θόδωρος ντυμένος με

μια φαρδιά μπλούζα πασαλειμμένη με μπογιές και μ’

ένα φαρδύ παντελόνι. Τις καλωσόρισε με επισημότητα.

Κολλημένος πάνω στο χερούλι, ανοιγόκλεισε δυο φορές

την παλάμη του, έκανε μια βαθιά υπόκλιση και παρα-

μέρισε κρυμμένος ολόκληρος πίσω από την πόρτα. Όλα

τα παραπάνω κι όσα θα επακολουθούσαν κρίνονταν

απαραίτητα σύμφωνα με τους κανόνες συμπεριφοράς

που ίσχυαν στην οικογένειά του εδώ και αιώνες.

Η Χαρά δεν το πολυσκέφτηκε. Μόλις είδε τον δρόμο

ανοιχτό, μπήκε μέσα. […]

«Είμαι ευτυχής που είστε εδώ» είπε ο Θόδωρος.

Έβγαλε ένα τσιμπιδάκι από μια θήκη του παντελονιού

του και ξεσκάλωσε ένα πούπουλο από τα μαλλιά της

Χαράς. «Τον κατεργάρη… Έχει κάνει κατάληψη στο

περβάζι μου και μου κουνιέται κι από πάνω». Άνοιξε

την εξώπορτα και το πέταξε έξω, αλλά με τον αέρα

που είχε, το πούπουλο έκανε μια στροφή και ξαναγύρι-

σε μέσα, για να προσγειωθεί τελικά πάνω σ’ ένα παλιό

σερβάν. «Άτιμη ράτσα…. Είναι ικανός να χτυπήσει το

κουδούνι και να το ζητήσει πίσω» πρόσθεσε χαριτολο-

γώντας. «Μα ελάτε, μη στέκεστε. Ας καθίσουμε!» (σελ. 75-77).

Ο Θόδωρος ζωγραφίζοντας τη μικρή Χαρά, την αποσπά από τη μητρική αγκαλιά της Ξένιας και τη μυεί σε ένα πρωτόφαντο για τη μικρή μυστηριακό σύμπαν που παίρνει στα μάτια της νεανικής ψυχής μαγικές διαστάσεις:

Η Ξένια τράβηξε αμέσως το βλέμμα της από τον πί-

νακα. Κοκκίνισε από ντροπή. Πριν καλά καλά το κα-

ταλάβει, ένα σμήνος φτερωτές ενοχές την είχε ζώσει,

πολύ περισσότερες απ’ όσες θα την έζωναν εάν τον είχε

κλέψει ή τον είχε χαράξει μ’ ένα μαχαίρι. Τα έβαλε με

τον εαυτό της. Είναι ο πρώτος και τελευταίος πίνακας

που κοιτάζω, είπε από μέσα της. Να πάρει! Τι δουλειά

είχε επιτέλους να ενδιαφερθεί για το παλιοκάδρο;

Πάλι η φωνή του Θόδωρου: «Βλέπεις την καρδιά;

Πλησίασέ την». Είχε βαλθεί να αποδείξει σε όλους την

ικανότητά του να καταπιάνεται ταυτόχρονα με δυο δι-

αφορετικά πράγματα: από τη μία, τα δάχτυλά του, που

παρά τη χοντροκομμένη τους κατασκευή, χειρίζονταν

το πινέλο με μεγάλη επιδεξιότητα, κι από την άλλη, το

κεφάλι του ήταν γυρισμένο προς την αντίθετη ακρι-

βώς μεριά, προς την Ξένια, σ’ ένα σημείο που, μολονότι

απομακρυσμένο από το τζάκι, φωτιζόταν περισσότερο

από κάθε άλλο εκεί μέσα.

Η φράση του τη σταμάτησε την ώρα που ετοιμαζό-

ταν να απομακρυνθεί από τη σιφονιέρα. […]

Σαστισμένη και έκθαμβη, στράφηκε προς τον Θό-

δωρο. Εκείνος την παρακολουθούσε ασταμάτητα, με

την ίδια υπερδιέγερση αποτυπωμένη πάνω του, λες κι

έβλεπε κι αυτός από τη θέση του ό,τι έβλεπε κι εκεί-

νη, λες και βίωνε την ίδια ακριβώς εμπειρία. Της έκα-

νε ένα νεύμα συγκατάβασης, σαν να της έλεγε ότι δεν

έκανε καλά που είχε αμφιταλαντευτεί τόση ώρα πριν

αποφασίσει να ανέβει, αφού το αποτέλεσμα την είχε

αποζημιώσει και με το παραπάνω. Η Ξένια, ανήμπορη

να επιβληθεί σε μια παρόρμηση που τη συγκλόνιζε και

την κυβερνούσε, έφερε ξανά το μάτι της στην τρύπα

της ευφορίας, θέλοντας να επικυρώσει ό,τι έβλεπε

Στη σκέψη ότι κάποια στιγμή τα σκουπίδια

σας θα τέλειωναν, μ’ έπιανε κατάθλιψη. Θα αναρωτιέ-

σαι, βέβαια, πώς είναι δυνατόν να βλέπω τόσο καθαρά

μέσα στο σκοτάδι. Η λάμψη της καρδιάς, αγαπητή μου!

Η λάμψη της καρδιάς!» Την τελευταία του φράση την

είπε έχοντας ήδη ξαναπιάσει δουλειά. (σελ. 89-92).

Ο Θόδωρος σε ρόλο μυθικού Πυγμαλίωνα, αναλαμβάνει ως πνευματικός ανάδοχος την απαίδευτη ψυχή και τη διαπλάθει:

Η Ξένια κατέβηκε μ’ ένα σάλτο. Ήταν αδύνατον να

ξεχάσει ό,τι είχε δει, μπορεί και να μην ήθελε να τα ξεχά-

σει, παρ’ όλα αυτά, μόλις το μυαλό της καθάρισε κάπως,

έβαλε κατά μέρος ευφορία και θαυμασμό και στάθηκε

στο αρνητικό σκέλος της υπόθεσης: αν ήξερε ότι από

κάποια μεριά υπάρχει κάποιος που εδώ και καιρό την

κατασκοπεύει με τέτοιο άνανδρο τρόπο, θα φρόντιζε το

δίχως άλλο να λάβει τα μέτρα της. Και μπορεί να μην

έφτανε στο σημείο να τα μαζέψει και να φύγει, γιατί κα-

νείς δεν μπορεί να τη διώξει από το σπίτι της, αλλά και

γιατί, επιπλέον, δύο σαρκοφάγα μάτια δεν είναι ικανά

να τρυπήσουν τέσσερα ντουβάρια φτιαγμένα από τσιμέ-

ντο, ωστόσο θα περιόριζε στο ελάχιστο τις εξόδους της,

κατά τη διάρκειά τους θα φορούσε τη ρόμπα της κάτω

από το παλτό κι όχι τη νυχτικιά της, όπως συνήθιζε να

κάνει, ενώ, τέλος, μπορεί και να τραβούσε συχνότερα τις

κουρτίνες του μπροστινού παράθυρου ή να έκλεινε και

το παντζούρι, παρατώντας οριστικά το προσφιλές της

χάζι, ποιος αλήθεια ο λόγος να παρακολουθεί κάποιον

που την παρακολουθεί; Και τώρα, όχι μόνο είχε πληρο-

φορηθεί την ύπαρξη ενός τέτοιου ματάκια, αλλά, χάρη

σε μια παράλογη πρωτοβουλία της μοίρας, είχε βρεθεί

στο ίδιο του το κρησφύγετο. Μια διάχυτη ανησυχία την

κατέκλισε. Έπρεπε να πάρει τη Χαρά και να φύγουν. […]

«Δεν ξέρω…» είπε η Χαρά. «Δεν καταλαβαίνω τι ση-

μαίνει αυτή η λέξη. Είναι και η μητέρα μου που με στε-

ναχωρεί… Θέλω να πω, μήπως δεν θα τα καταφέρω; Μου

αρέσει τόσο πολύ, ξέρετε, τώρα που μυρίζω αυτό το

χρώμα και που ακούω τον ήχο των πινέλων σας, αλλά,

όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, με φοβίζει λιγάκι…»

«Χαρούλα, με απογοητεύεις». Ο Θόδωρος στραβο-

κατάπιε αναγνωρίζοντας την αποτυχία του να προ-

βλέψει τις αδυναμίες μιας παιδικής ψυχής. Δεν έφται-

γε όμως μόνο αυτός. Έριξε ένα βλέμμα δυσαρέσκειας

στην Ξένια σαν να της έλεγε «ορίστε τι κατάφερες με

τη γκρίνια σου». «Ξέρεις» έσπευσε να καθησυχάσει τη

Χαρά, «αυτό που νοιώθεις δεν είναι φόβος, αλλά ευθύ-

νη. Η ευθύνη είναι τεράστια, μικρή μου, ορθώς πράτ-

τεις και την αναλογίζεσαι. Μα πλέον είναι αργά για να

κάνεις πίσω, άλλοι έχουν αποφασίσει για σένα, και τι

όμορφο να σου εγγυάται η ίδια η ζωή δείχνοντάς σου

σαν φάρος τη σωστή ρότα, όταν εσύ δεν μπορείς να την

επιλέξεις από μόνος σου…» (σελ. 92-94).

Κάτι καλό έχει βγει από αυτή την πένα. Και κάτι ακόμα καλύτερο θα βγει στο μέλλον. Δεν είναι τυχαίο που ο οικονομολόγος συγγραφέας, με πτυχία και περγαμηνές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, τα παράτησε όλα, σπούδασε λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ και όπως λέει το σεμνό βιογραφικό του: Το 2004 συμμετείχε και βραβεύτηκε στην Ολυμπιάδα Γραμμάτων της Αθήνας, ενώ το 2011 ήταν υποψήφιος για βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης από την ισπανική γλώσσα. Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και άρθρα του σε εφημερίδες και στο διαδίκτυο. Από το 2009 ζει στην Κέρκυρα.

Την έξωθεν καλή μαρτυρία την έχει ήδη εξασφαλίσει. Το μόνο που απομένει τώρα είναι να αφοσιωθεί στην Τέχνη του, ως καλόγερος, ως μοναχός, ως στυλίτης. Η μόνη συνταγή επιτυχίας: συνειδητοποίηση της μοναξιάς και υπέρβασή της, μέσα από τη γραφή. Και τότε το σύμπαν όλο χαμογελάει. Όπως μέσα μας έτσι κι έξω μας.