Τον Οκτώβριο του 2020, η Τουρκία «άνοιξε» ένα τμήμα της εκτός των τειχών πόλης της Αμμοχώστου που παρέμενε απρόσιτο στους Ελληνοκύπριους κατοίκους της. Στην πραγματικότητα, μας ενημερώνει η συγγραφέας στον πρόλογο, επρόκειτο μόνο για δύο κεντρικούς δρόμους του Βαρωσιού, τους οποίους οι εισβολείς ασφαλτόστρωσαν ως προεκλογικό «δώρο» (συμπληρώνουμε εμείς) στον ευνοούμενό τους για την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων.
Το κομμάτι αυτό της πόλης, που περιλαμβάνει το παραλιακό μέτωπο, παρέμενε όπως ήταν από τον Αύγουστο του 1974, όταν οι κάτοικοι της Αμμοχώστου την εγκατέλειψαν κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Για την Αμμόχωστο είναι γραμμένες οι «73 βαρωσιώτικες ιστορίες», όπως είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, έκτασης μίας ή δύο σελίδων η κάθε μία οι περισσότερες, με λίγες εξαιρέσεις. Κάθε ιστορία συνοδεύεται από μια φωτογραφία την οποία ο αναγνώστης που διαθέτει ένα «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο μπορεί να δει χρησιμοποιώντας QR code.
Οι «ασπροκόκκινες κορδέλες» περιορίζουν την πρόσβαση στο πιο μέσα κομμάτι του Βαρωσιού, αυτό που δεν «άνοιξε» και παραμένει εγκαταλελειμμένο, με τους κακότροπους «Φοίνικες» να μεγαλώνουν στις αυλές των σπιτιών∙ η «μαύρη άσφαλτος» στρώθηκε επί τούτου, αλλά δεν μπορεί να κρύψει τη «Φύρα» για τη φιέστα που διοργανώθηκε προς τιμήν των «Μουσαφίρηδων»∙ μια «ανοικτή πόρτα» μαρτυρεί τη λεηλασία και το πλιάτσικο («Τα πασούμια»): μερικές λέξεις που επανέρχονται σε αυτές τις ιστορίες. Δεν είναι μόνο το κοριτσάκι των οκτώ ετών ή η έφηβη των 13 ή των 15 που μπαινοβγαίνει σ’ αυτές τις σελίδες. Υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα, όπως «Ο κύριος Σωκράτης» που ξαναβρίσκουμε εδώ από το πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέα, «Όταν θα πέσουν τα μαύρα» (εκδόσεις Επιφανίου, 2004), ή «Ο κύριος Σάββας» από την προηγούμενη συλλογή της μικρών διηγημάτων «Αυτό φταίει» (Μελάνι, 2021). Σε αρκετά διηγήματα εμφανίζεται η μορφή της γιαγιάς Θεοδώρας, πρόσωπο οικείο από προηγούμενα μυθιστορήματα και, ίσως, η αρχετυπική φιγούρα της γιαγιάς «Στο αδιέξοδο» (Αλεξάνδρεια, 2011): στην αρχή («Εκεί κουρνιάζουν»), στο τέλος («Προδομένες γιορτές»), αλλά και στο εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, «Έχουμε πια καεί».
Η αφήγηση είναι άλλοτε πρωτοπρόσωπη, άλλοτε τριτοπρόσωπη και μερικές φορές δευτεροπρόσωπη («Αγαπημένη μου Ευαγγελία», «Πίσω από τις πόρτες»). Φασματικά πρόσωπα περνούν μέσα από τις σελίδες («Müjde ή Pelin;») και, βέβαια, όνειρα ή εφιάλτες («Τη νύχτα που έπεσαν τα δέντρα»).
Παρότι το βιβλίο είναι μια επιστροφή στον τόπο και στον χρόνο, κι αυτό τονίζεται εν μέρει και από τις φωτογραφίες, ένα από τα χαρίσματά του είναι η ελεύθερη περιδιάβαση στον χώρο της φαντασίας που φθάνει σχεδόν το μεταφυσικό μερικές φορές. Το διήγημα «Ο φούρνος του κυρ-Αρέστη», για παράδειγμα, μοιάζει να λειτουργεί σε έναν ου-τόπο με πελάτες που έχουν μετοικήσει από καιρό στους ουρανούς. Τα ερειπωμένα καταστήματα με τις πολυκαιρισμένες επιγραφές και το πρακτορείο εφημερίδων όπου ο χρόνος σταμάτησε την Τρίτη, 13 Αυγούστου 1974, είναι σημάδια μιας ζωής σε αναστολή που περιμένει ίσως να συνεχιστεί θάβοντας τους νεκρούς της – αλλά όχι και τη μνήμη.
Αυτή θα ήταν μια δική μας ανάγνωση του τίτλου «Της ντροπής» για ένα τόσο πλούσιο σε συναισθήματα βιβλίο, με στιγμιότυπα και αποτυπώματα ζωής, ξεγνοιασιάς, ζεστασιάς, προστασίας και ασφάλειας κάτω από τις φτερούγες μιας γιαγιάς ή ενός παππού, αλλά και με τον πολιτικό διχασμό, το χάσμα ανάμεσα σε μακαριακούς και γριβικούς που διατρέχει σχεδόν όλα τα βιβλία της Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη που αναφέρονται με άμεσο ή έμμεσο τρόπο στην Κύπρο. Αναγνωρίζοντας και όχι θάβοντας κάτω από την άμμο τις ευθύνες, η μνήμη διατηρείται και εμπλουτίζεται με το περίσσευμα της καρδιάς σαν παρακαταθήκη για το μέλλον.