Για τον Όιγκεν Ρούγκε το μυθιστόρημα «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» είναι ό,τι για τον Γκίντερ Γκρας «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο». Ένα βιβλίο αναφοράς όπου η ιστορική μνήμη διαθλάται στα πρόσωπα, στις ζωές τους, στην οικτρή καθημερινότητά τους, στα ματαιωμένα όνειρά τους – εντέλει, σκιαγραφείται μια οικογενειακή saga που σκουραίνει από γενιά σε γενιά.

Με το πρώτο του μυθιστόρημα, ο Ρούγκε μπαίνει στη χορεία της μεγάλης λογοτεχνίας όπου το ατομικό ριζικό μετασχηματίζεται σε κοινωνικό φαντασιακό και αντιστρόφως η κοινωνική υπερδομή (με όλες τις οβιδιακές αλλαγές της) επενεργεί δραστικά στην ανθρώπινη βιωτή.

Κεντρικός πυρήνας του μυθιστορήματος είναι μια οικογένεια από την πρώην Ανατολική Γερμανία. Ο παππούς και η γιαγιά επιστρέφουν από το Μεξικό (όντες τόσα χρόνια εξόριστοι), εμφορούμενοι από κομμουνιστική φλόγα και πεπεισμένοι ότι μπορούν να συμβάλουν στην οικοδόμηση της νεοσύστατης ΛΔΓ.

Ο γιος τους που μεταναστεύει στη Μόσχα, ακολούθως εκτοπίζεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Σιβηρία και επιστρέφει στα πάτρια εδάφη μαζί με τη Ρωσίδα γυναίκα του. Μέσα του κρατάει ζεστή τη θράκα του ζωτικού ψεύδους, αν και οι συνθήκες που αντιμετωπίζει είναι αρκούντως αποκαρδιωτικές. Η χώρα του είναι «σπαρμένη» από μικροαστικές φιλοδοξίες τρομαγμένων πολιτών.

Τέλος ο εγγονός που αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα προς τη Δύση, βλέποντας την πατρίδα να έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο κλουβί που ακυρώνει κάθε ελπίδα ελευθερίας.

Ο Ρούγκε δεν καταγγέλλει, δεν αποδίδει δικαιοσύνη, δεν θρηνεί πάνω στα ιδεολογικά αποκαΐδια. Με γλώσσα ανεπιτήδευτη και ακριβή ρίχνει το χθαμαλό φως της ΛΔΓ πάνω στα πρόσωπα των ηρώων του. Το κείμενο είναι εμποτισμένο με μαύρο χιούμορ, με εκείνο το είδος της πίκρας που αφήνει, στις ψυχές των ανθρώπων, το ημίφως.

Η δεξιοτεχνία του Ρούγκε αναδεικνύεται από την απόφασή του να μην αναπτύξει γραμμικά το μυθιστόρημα. Καίτοι η ιστορία εκτείνεται από τη δεκαετία του ʼ50 μέχρι και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο χρόνος διασπάται, επιδέχεται μια συνεχή διαδικασία πύκνωσης και τανύσματος. Πάνω σε αυτόν τον καμβά, ο Ρούγκε αναπτύσσει, με γλώσσα ώριμη και κινηματογραφική, την υφή των ιστοριών. Οι ήρωες έχουν αυτόνομη ζωή που με κάποιο τρόπο όμως διαχέεται στις ζωές των νεότερων της οικογένειας. Τα όρια μεταξύ τους, ωστόσο, είναι ευδιάκριτα και τούτο λειτουργεί με τρόπο καταλυτικό σε όλο το μυθιστόρημα.
Το όλον δημιουργεί μια συμφωνία πάνω στην απώλεια, στη μελαγχολία και στην αυταπάτη.

Για «Τις μέρες που λιγόστευε το φως» ο Ρούγκε έλαβε, το 2011, το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας – και όχι άδικα. Με πρόθεση να ανατάμει την πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας, προβαίνει  σε μια επιμελή ιχνηλασία του επιμέρους πριν καταλήξει στο γενικό.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του είχε δηλώσει πως το συγκεκριμένο βιβλίο «δεν είναι πολιτικό με τη στενή έννοια, αλλά μια αλληγορία πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη η οποία είναι ικανή να υπάρχει ακόμα και σε απελεύθερα καθεστώτα».

Η μετάφραση του Τέο Βότσου είναι εύστοχη και λειτουργική.