Δάφνη-Μαρία Γκυ. Μ’ αυτό το χριστουγεννιάτικο επώνυμο θα περίμενε κανείς ότι γράφεις χιονισμένα, όμως η ποίησή σου είναι ηλιόλουστη και η πεζογραφία σου παρά-συμπαθητική κι η παρουσία σου σεμνή σαν τζίτζικας – γυμνοσάλιαγκας – τζιτζίκι που περνάει κάθετα έναν δρόμο ταχείας κυκλοφορίας με την αυτοσυντήρηση τού λαγού.
7-4-2017[1]
Τι ωραίες οι μέρες που δεν χρειάζεται να γράψουμε ποιήματα! Όμως εγώ προτιμώ τις άλλες: όταν μας κυνηγάει ο Χρόνος και το Σύμπαν αποστέλλει ανεξόφλητες επιταγές με περασμένη ημερομηνία λήξεως… Ζητάμε τότε να ανταλλάξουμε τα παλαιά χρεόγραφα με γραμμάτια, ζητάμε ν’ αποφύγουμε τις μάταιες αναλαμπές ενός κρανίου που έχει αρχίσει να σαπίζει. Ήδη ψώρα και καρκίνος συναγωνίζονται ποιος θα γκρεμίσει πρώτος το κλουβί και το πουλί θα πετάξει. Ανυπερθέτως. Στην Εσπερία με άλλα αποδημητικά. Αναζητώντας τον Ήλιο που δεν δύει και τις απρόσμενες ανασαιμιές τών άστρων, εκείνων που δεν γεννήθηκαν ακόμα. Και των άλλων, που θα γεννηθούν με την ωορρηξία του φρικτού ερπετού που μασουλάει την ουρά του και δεν χορταίνει ποτέ. Θα έχει πρόβλημα κι αυτό με τον χρόνο. Μόνο που αυτό είναι ο Χρόνος. Κι όταν έχεις πρόβλημα με τον εαυτό σου, τότε κόσμος δεν χτίστηκε ακόμα που να σε χωράει… Λατρεύω τις μέρες που δεν χρειάζεται να γράφουμε ποιήματα. Αγρανάπαυση… Μόνο κάτι στοιχειώδεις σπιτικές δουλειές. Συντήρηση. Ίσα για να μην σπάνε οι σκουριασμένες κλειδώσεις από τα οστεόφυτα. (από την υπό επεξεργασίαν συλλογή του Κωνσταντίνου Μπούρα «Το ημερολόγιο τής μοναχικής πολυκοσμίας: Τα χίλια εκατόν ένδεκα ποιήματα μιας ά-Φθονης λιτότητας», που υπολογίζεται να ολοκληρωθεί το 2022).
Οφείλω να ομολογήσω ότι σπανίως εμπνέομαι από το έργο και την προσωπικότητα σύγχρονων ποιητών ώστε να αναδημιουργώ την εκπεφρασμένη μορφή τους ανα-συλλαβίζοντάς την. Η δουλειά του κριτικού είναι εν μέρει σαν καταναγκαστικό ισόβιο έργο, έχει όμως και τις χαρές της. Βραβευμένος νεαρός πεζογράφος μού εξομολογήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά μου (του κριτικού). Φυσικά κι εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω τη δική του… Εξυπακούεται. Καθένας καρφωμένος στον Βράχο που του έταξε η Μοίρα καταντίκρυ στον Προμηθέα.
Όμως ας πάμε σε αυτή την ίδια Δάφνη Μαρία-Γκυ Βούβαλη. Είναι το δεύτερο πόνημά της από τις «Εκδόσεις των Φίλων» που πέφτει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μου, φύλλο του φθινοπώρου κατόπιν ωρίμου σκέψεως (της συγγραφέως του).
Όμως, ας συστηθούμε. Η Δάφνη Μαρία-Γκυ Βούβαλη είναι μόλις δυο χρόνια νεότερή μου. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Εργάστηκε όπως κι εγώ στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, είναι της Γαλλικής Φιλολογίας, ομιλεί την αγγλικήν (χωρίς να λογοκλέπτει –όπως άλλοι– βασιζόμενοι στην αστοχασιά των Νεοελλήνων). Έχει μέχρι τώρα δει να τυπώνονται τέσσερις ποιητικές της συλλογές και τώρα μπαίνει στοχαστική στα ρηχά (αλλά συνήθως θολά) νερά της ποιητικής πρόζας. Οι στίχοι της εναλλάσσονται με διηγήματα ασυλλήπτου αισθητικής κι εννοιολογικής καθαρότητος, αφού για τους αυθεντικούς και πρωτότυπους ποιητές «οία η μορφή οία κι η ψυχή».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα εναλλαγής ποιητικού και πεζού λόγου από τη σελ. 18:
«Ο ΘΡΥΛΟΣ
Γραφίδες πάνω στους παπύρους
Η ιστορία των ψυχών ημών
Η Παναγιά των Μυρτιών
“Το πετράδι της ψυχής μου σού δωρίζω. Απ’ τα τρίσβαθα βγαλμένο με χαρά. Ο Θεός είναι μεγάλος. Χρόνια το φυλούσα στο σεντούκι μου, σεμνό, γλυκασμένο από το άσπιλο φως της αγάπης”, είπε ο Τούρκος. Μέσ’ τη γαλήνη του λιμανιού, ο Ρωμιός άπλωσε το χέρι. “Όλα τα όνειρα τ’ ουρανού είναι κλεισμένα εδώ μέσα. Σαν φτάσεις στην αμμούδα του νησιού σου, άνοιξέ το. Σαν άστρο πρωινό θα σου χαρίσει ευτυχία”. Ένα σκίρτημα στην ψυχή – ο Ρωμιός άγγιξε το κομμάτι το χοντροκομμένο χαρτί που τύλιγε το δέμα, και χάιδεψε τον τραχύ σπάγκο πάνω του. Όλα τα όνειρα τ’ ουρανού, Κύριε, κοιμόνταν μύρια χρόνια στα χέρια του “εχθρού” σου. Και ξαφνικά, ανοίξαν ολοπράσινες οι πόρτες της χαράς Σου, της αιώνιας απαντοχής. Στην αμμούδα του νησιού μοσχοβόλησε ο τόπος μύρτο –πως;– και σηκώθηκε η Παναγιά να βαδίσει πάνω στα άνθη του. Αντιφέγγισε η Μικρασία Χριστιανοσύνη, κι αντήχησε το Αιγαίο ψαλμουδιές. Χρόνια πολλά έχουν περάσει από τότε, και μύριες αυγές ανθισμένες. Τότε, τ’ ασπροκέντητα λιθάρια στην αγκαλιά του νερού υπόμεναν σε ξένα χέρια. Αλλά λευκά σπιτάκια, ταπεινά σκορπίζονταν κι από τις δυο μεριές του πελάγου, μ’ ευγενικές ψυχές να τα διαφεντεύουν…».
Αν σας παρέθεσα αυτό το εκτενές απόσπασμα, ήταν για να σας καταδείξω το παραμυθικό στοιχείο και το ειδυλλιακό ύφος που προσιδιάζει στα αθάνατα έργα του Στρατή Μυριβήλη. Σε εποχές πολιτικής αιθαλομίχλης, όταν η Ιστορία βάζει τα σκούρα της και καινούργια πένθη ανατέλλουν στον ορίζοντα, κάποιοι Λογοτέχνες αναλαμβάνουν να μας θυμίσουν τον Παράδεισο από τον οποίο ξεπέσαμε, ή τον Κήπο της Εδέμ που ήταν κάποτε η Γη μας, πριν από την εισβολή των καινών-κοινών-κοινότατων ζιζανίων…
Αυτό που απομένει τώρα στη Δάφνη Μαρία-Γκυ Βούβαλη είναι να αφήσει πίσω της τη μικρή αφηγηματική φόρμα και να δρέψει ευγενείς καρπούς στον εκτενή στίβο των μεγάλων αχανών μυθιστορημάτων. Εκεί ίσως βρει τον βηματισμό και το ενθουσιώδες βάδισμα που τώρα φαίνεται σαν να λανθάνει…
Ίδωμεν κι αναμένομεν!
[1] Από αφιέρωση πάνω στο βιβλίο μου «Τρία Άλφα μία Ήττα κι ένα Ωμέγα».