Ένα πολυβραβευμένο γαλλικό μυθιστόρημα του 2017, το Τίποτα δεν χάνεται της νεαρής Cloé Mehdi, φαντάζει σήμερα οδυνηρά επίκαιρο. Στα προάστια μιας γαλλικής πόλης (που θα μπορούσε να είναι μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή ή αμερικανική πόλη), στις υποβαθμισμένες γειτονιές της όπου κατοικούν αρκετοί μουσουλμάνοι, σε έναν αστυνομικό έλεγχο, ο δεκαπεντάχρονος Σαΐντ πέφτει νεκρός. Ο δολοφόνος του απαλλάσσεται από τις κατηγορίες. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στην ίδια γειτονιά, αρχίζει να εμφανίζεται το πρόσωπο του Σαΐντ ζωγραφισμένο σε τοίχους μαζί με συνθήματα που ζητούν δικαιοσύνη. Ο εντεκάχρονος Ματιά, ο αφηγητής αυτής της ιστορίας, δεν γνώρισε ποτέ τον Σαΐντ, γιατί δεν είχε γεννηθεί. Τον γνώριζε όμως πολύ καλά η οικογένειά του: ο αδερφή του Τζίνα, η μητέρα του και ο κοινωνικός παιδαγωγός πατέρας του. Η δολοφονία του υπήρξε η αιτία να διαλυθεί η οικογένειά του: ο πατέρας του νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρική κλινική όπου και αυτοκτόνησε, η μητέρα του αδυνατεί να συμβιώσει με τον ίδιο της τον γιο και αναθέτει την κηδεμονία του στον Ζε, έναν νεαρό άντρα που για κάποιο διάστημα υπήρξε συγκάτοικος του συζύγου της στην ψυχιατρική κλινική, ενώ η αδερφή του αποκτά τάσεις φυγής και το περισσότερο διάστημα λείπει από τη ζωή του Ματιά. Τώρα, ο Ματιά ζει με τον Ζε, ο οποίος διαβάζει συνεχώς ποίηση και δουλεύει νυχτοφύλακας σε ένα πολυκατάστημα, και με τη σύντροφό του, την Γκαμπριέλ, η οποία είναι κλεισμένη στη σιωπή της και προσπαθεί κατά διαστήματα να βάλει τέλος στη ζωή της.

Και ξαφνικά, ο Ματιά, που κατοικεί στο σώμα ενός εντεκάχρονου αλλά έχει την αντίληψη και την ευφυΐα ενός ενήλικα, αντιλαμβάνεται ότι κάτι αλλάζει, κάτι περίεργο συμβαίνει. Κάποιοι τους παρακολουθούν, τους πλησιάζουν και προσπαθούν να σκαλίσουν το παρελθόν. Η αδερφή του επανεμφανίζεται για λίγο, ίσα για να ταρακουνήσει την ήδη ασταθή πραγματικότητά του και ξαναφεύγει αφήνοντας πίσω της υπόνοιες μυστικών. Ο Ματιά, παρατηρητικός και αποφασισμένος να μάθει τι πραγματικά συμβαίνει, αρχίζει να συνθέτει τα κομμάτια του παζλ για να μπορέσει να κατανοήσει πώς οδηγήθηκε η οικογένειά του στη διάλυση.

Σε ένα πρώτο επίπεδο συναντάμε μια ιστορία νουάρ, με ένα έγκλημα που δεν τιμωρήθηκε ποτέ και στοιχειώνει την πόλη και τους κατοίκους της. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, συναντάμε ένα βαθιά κοινωνικό μυθιστόρημα που δεν διστάζει να ονοματίσει ενόχους αλλά και τη σιωπηλή ανοχή της κοινωνίας, κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που το κάνει επίκαιρο όσο ποτέ. Όσο οι ανισότητες δεν αμβλύνονται και όσο η ατιμωρησία αυτών που αφαιρούν μια ζωή, που καταστρέφουν μια οικογένεια ή μια μικρή κοινότητα, συνεχίζει να θεωρείται επιτρεπτή ή ακόμα και φυσιολογική από μέρος της κοινωνίας, η κατάσταση δεν θα αλλάζει, ο κύκλος θα παραμένει φαύλος. Η κυριαρχία της σιωπής στην αφήγηση τονίζει ακόμα περισσότερο αυτή τη συνθήκη: η εκκωφαντική σιωπή της εξουσίας που αθωώνει έναν αστυνομικό που σκοτώνει έναν δεκαπεντάχρονο, η σιωπή των ενηλίκων που θεωρούν ότι μπορούν να κρύψουν την αλήθεια από τα παιδιά, η σιωπή του εκπαιδευτικού συστήματος που αδυνατεί να βρει έναν χώρο για τον χαμηλών επιδόσεων Ματιά, η σιωπή της ίδιας της κοινωνίας για να μην προκληθεί ταραχή. Όμως, υπάρχουν αυτοί που δεν ξεχνούν, οι νέοι που βγαίνουν τα βράδια και ζωγραφίζουν το πρόσωπο του Σαΐντ στους τοίχους, ο Ματιά που δεν μπορεί να ξεχάσει αυτά που ο ίδιος δεν βίωσε αλλά υπήρξε θύμα τους, επειδή, εάν τα ξεχάσει, θα κόψει και τους τελευταίους δεσμούς που τον δένουν με την οικογένειά του, τη βιολογική, αλλά και αυτήν που έχει φτιάξει με τον, σιωπηλό κατά κύριο λόγο, Ζε.

Η Cloé Mehdi χτίζει με αφηγηματική μαεστρία ένα μυθιστόρημα για τα ταραγμένα νερά μιας κοινωνίας, αλλά κυρίως για τον σκοτεινό βυθό που κρύβεται κάτω από αυτά και που προσπαθεί πάση θυσία να παραμείνει σκοτεινός. Μέχρι να εμφανιστεί ένα γκράφιτι στον τοίχο για να του ρίξει λίγο φως.