Βαλκανικός εθνικισμός και πάθη
Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα. Σπούδασε ανθρωπολογία, με ειδίκευση σε θέματα ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη του πεζού λόγου. Το «Τι ζητούν οι βάρβαροι» είναι το πέμπτο μυθιστόρημά του.
Ένα λογοτεχνικό συνέδριο από το οποίο θα αναδειχθεί ο νικητής ενός λογοτεχνικού βαλκανικού βραβείου (“Interbalkan”) είναι η αφορμή για να συναντηθούν στην κωμόπολη Τυρίμμεια της (ελληνικής) Μακεδονίας ο Έλληνας συγγραφέας και πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Αργύρης Χρυσικός, ο Σέρβος συγγραφέας Ζλάταν Ζούριτς, ο νεαρός Βούλγαρος εκδότης Κίριλ Στογιάνοφ και άλλοι εκπρόσωποι βαλκανικών κρατών (Αλβανία, ΠΓΔΜ ή «Ξερεισποιά», Ρουμανία, Τουρκία). Η αίγλη του βραβείου, το χρηματικό έπαθλο που το συνοδεύει, η δημοσιότητα που θα λάβει και η εξασφαλισμένη τηλεοπτική μεταφορά του βραβευμένου μυθιστορήματος, είναι τα βασικά κίνητρα των συμμετεχόντων στο λογοτεχνικό διαγωνισμό. Σύντομα ξεχωρίζουν τρεις υποψηφιότητες, η ελληνική, η βουλγαρική και η σερβική, που πραγματεύονται το ίδιο θέμα, αλλά από διαφορετική πλευρά: την αιματηρή επίθεση σε ένα χωριό στα σύνορα μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας το 1913, κατά τη διάρκεια ενός γάμου, παρουσία στρατιωτικών και από τις τρεις χώρες,.
Πραγματικό γεγονός ή συγγραφική επινόηση; Πάντως, δίνει στο Δημοσθένη Κούρτοβικ την ευκαιρία να αναδείξει τις διαφορετικές προσλήψεις της Ιστορίας από διαφορετικούς λαούς και να φέρει στην επιφάνεια τους εθνικούς μύθους ή/και τις αλήθειες που τη συνοδεύουν. Κινητήρια δύναμη για την αναμόχλευση των ιστορικών παθών, αλλά και για να ξανάρθουν στην επιφάνεια ξεχασμένα συναισθήματα και σκέψεις, είναι η παρουσία μίας σαγηνευτικής και μυστηριώδους γυναίκας που είναι και η συγγραφέας του «επίμαχου» βουλγαρικού μυθιστορήματος.
Γνωρίζοντας «από μέσα», ίσως, το μικρόκοσμο των κριτικών λογοτεχνίας, ο Κούρτοβικ δεν έχει καμία δυσκολία να περιγράψει με σαρκαστικό τρόπο το ρόλο του Χρυσικού, ο οποίος χωρίς να έχει διαβάσει ολόκληρη ούτε καν την ελληνική υποψηφιότητα, προσπαθεί να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις, να γεφυρώσει τα χάσματα, να εξομαλύνει τις εντάσεις. Βοηθοί του σε αυτή την προσπάθεια, με το δικό του τρόπο ο καθένας, ο θυμόσοφος Ζούριτς (που αντιπροσωπεύει το στερεότυπο του θηριώδους και λίγο άξεστου Σέρβου) και ο ευγενικός, αλλά παθιασμένος Στογιάνοφ. Καθώς τα μαχαίρια έχουν βγει από τα θηκάρια τους, ο συγγραφέας δίνει το λόγο για την έξοδο σε τρεις γέρους, πεθαμένους από καιρό, για να σχολιάσουν τους καβγάδες των νεότερων για την ιστορία. Αφού η «βαλκανική ιδιαιτερότητα», μοιάζει να λέει, είναι μια κατασκευή, υπάρχει τελικά κάτι που να ενώνει τους λαούς αυτής της χερσονήσου; Ίσως τα χάλκινα μουσικά όργανα στην τελευταία, αποχαιρετιστήρια, δεξίωση του δημάρχου της Τυρίμμειας. Και η μακεδονική γη, την οποία κατοικούν κάτω από διαφορετικές σημαίες.
Το «Τι ζητούν οι βάρβαροι» είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με πολύ ενδιαφέρον και στο οποίο ο συγγραφέας παίρνει ξεκάθαρη θέση στο θέμα των βαλκανικών εθνικισμών. Έχει χιούμορ, εκπλήξεις, ανατροπές. Δομείται έξυπνα, με σύντομα κεφάλαια που καλύπτουν τις ημέρες του συνεδρίου και άλλη μία (ως επίλογο), και με την παρεμβολή «αυτούσιων» αποσπασμάτων από τα διαγωνιζόμενα μυθιστορήματα. Όμως, πολλά ευρήματα μένουν αναξιοποίητα (όπως ο ρόλος των κινηματογραφιστών αδελφών Μανάκια), ενώ άλλα, όπως διεκπεραιώνονται, δεν πείθουν (όπως η «αναγέννηση» του Χρυσικού). Οι χαρακτήρες μένουν ανολοκλήρωτοι, ενώ εκείνος της Βουλγάρας Νίνας Ντάνεβα «φορτώνεται» υπερβολικά (είναι ταυτόχρονα συγγραφέας, μέντιουμ, πρώην πιλότος της βουλγαρικής αεροπορίας και στριπτιζέζ). Αξίζει πάντως να σημειωθεί η ικανότητα του συγγραφέα να συναρμολογεί τους εθνικούς μύθους από μεμονωμένα περιστατικά, όπως ο «ματωμένος μακεδονικός γάμος».