Μα τον αληθινό Θεό

Ο Νταβίντ Ντιοπ, σενεγαλέζικης καταγωγής, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1966. Μεγάλωσε στη Σενεγάλη, όπου τελείωσε και το λύκειο. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Τουλούζης και της Σορβόννης (Paris IV), όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Agrege της φιλολογίας, είναι αναπληρωτής καθηγητής της γαλλικής γραμματολογίας του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Πω, όπου διδάσκει παράλληλα γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία. Έχει δημοσιεύσει το μυθιστόρημα με τίτλο «1989, l’ Attraction universelle», όπως επίσης και τη μελέτη «Rhetorique negre au XVIIIe siecle». Το μυθιστόρημά του «Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα» τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ των μαθητών λυκείου (2018), το βραβείο Patrimoines (2018) και το βραβείο Strega Europeo στην Ιταλία (2019). Ήταν στις λίστες υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Goncourt, Medicis, Femina, Renaudot, Βιβλιοπωλών του Νανσύ-Le Point και Αντρέ Μαλρώ.

Δύο αδελφικοί φίλοι, Σενεγαλέζοι, που μεγάλωσαν μαζί στο Γκαντιόλ της Δυτικής Αφρικής, στα γαλλικά αποικιακά εδάφη, αποφασίζουν να καταταγούν κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό της Γαλλίας για να φύγουν από το χωριό τους, για να ταξιδέψουν, να δουν τόπους, να επιστρέψουν σώοι και να εγκατασταθούν στο Σαιν Λουί, στη μεγάλη πόλη, για να πλουτίσουν. Δύο εικοσάχρονοι με όνειρα στην καρδιά. Σύντομα, θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή του μετώπου και θα πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις, δικαιώνοντας έτσι τη Γαλλία που τους θέλει «άγριους Νέγρους, κανίβαλους, Ζουλού με τις ματσέτες στο χέρι».

Όταν ο Μαντέμπα Ντιοπ πεθαίνει στα χέρια του Αλφά Ντιαγέ, «που τον είχε πάνω κι από αδελφό», ο τελευταίος αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά.

«Μα τον αληθινό Θεό, τώρα ξέρω. Οι σκέψεις μου ανήκουν σε μένα μόνο, μπορώ να σκέφτομαι ό,τι θέλω. Όμως δεν θα μιλήσω» (σελ. 11).

«Τώρα ξέρω, σου τ’ ορκίζομαι πως τα κατάλαβα όλα, όταν σκέφτηκα ότι μπορούσα να τα σκεφτώ όλα. Συνέβη έτσι, χωρίς προειδοποίηση, ξαφνικά, σαν να μου ήρθε κατακέφαλα ένας μεγάλος κόκκος πολέμου από τον μεταλλικό ουρανό, τη μέρα που πέθανε ο Μαντέμπα Ντιοπ» (σελ. 12).

Τότε είναι που έρχεται η εκδίκηση. Κάθε βράδυ, έπειτα από κάθε επίθεση του εχθρού, ο Αλφά δεν επιστρέφει στα χαρακώματα μαζί με τους άλλους στρατιώτες. Παραμένει στο πεδίο της μάχης, μετατρέπεται πραγματικά σε αγριάνθρωπο,  ζητώντας εκδίκηση από τους «εχθρούς με τα γαλάζια μάτια», και επιστρέφει πολύ αργότερα με λάφυρα κάθε φορά ένα εχθρικό τουφέκι μαζί με ένα εχθρικό χέρι, σπέρνοντας τον τρόμο ακόμα και στους δικούς του.

Σταδιακά οδηγείται στην τρέλα και μεταφέρεται σε άσυλο∙ καταλαμβάνεται από εμμονικές σκέψεις∙ κινείται εναντίον των νοσοκόμων.

Μέσα στην τρέλα του, ο Αλφά θυμάται το παρελθόν του. Το χωριό του, τους γονείς του, την ορφάνια του, την «υιοθεσία» του από τη μητέρα του Μαντέμπα, την πρώτη του αγάπη. Την παιδική του ηλικία, τη στερημένη από αγάπη, από στοργή. Με λόγο «ποιητικό», παραληρηματικό, με φράσεις που επαναλαμβάνονται σαν επωδός ή σαν εμμονές, ο ήρωας αφηγείται, παρουσιάζει τις πιο κρυφές του σκέψεις, αποκαλύπτει τον τρόπο που σκέπτεται, αιτιολογεί το γιατί της σκέψης του. Παλεύει με τους δικούς του δαίμονες και εφιάλτες.

Το «Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα» του Νταβίντ Ντιοπ είναι ένας φόρος τιμής σε όλους τους Σενεγαλέζους που πολέμησαν στο πλευρό της Γαλλίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.