Επιστρέφοντας στις πηγές της γνώσης

τα ποιήματα μου δεν έφαγαν  ποιήματα…

τρέφονται απ’ τη γη και τους ανθρώπους

Πάμπλο Νερούδα

Ίσως αναρωτηθείτε τι νόημα μπορεί να έχει η ανάγνωση ενός βιβλίου για τον ορισμό της τέχνης, όταν η επικρατούσα σήμερα άποψη κινείται ανάμεσα στη λογική του προσωπικού γούστου -όπου τέχνη είναι ό,τι αρέσει στον καθένα- και στην μεταμοντέρνα αντίληψη του ”όλα είναι τέχνη”. Έτσι βλέπουμε σε σημαντικές εκθέσεις καταξιωμένους κατά τα άλλα καλλιτέχνες σε ερωτική συνεύρεση… μ’ ένα καρπούζι (sic), ενώ δημιουργήματα όπως το περιβόητο πολλαπλώς… χρησιμοποιημένο κρεβάτι της Τρέισι ‘Εμιν αγοράζονται σε αστρονομικές τιμές από τους συλλέκτες.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η περίφημη πραγματεία για την τέχνη του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα και διανοητή Λέοντα Τολστόι (1828-1910) που εκδόθηκε το 1898, ίσως μοιάζει εκ πρώτης όψεως ξεπερασμένη αλλά δεν είναι: όταν κάθε πειραματισμός έχει δοκιμαστεί και κάθε κριτήριο έχει χαθεί, δεν μένει παρά να επιστρέψουμε στις πηγές της γνώσης ώστε να ξαναβρούμε το χαμένο μίτο της επικοινωνίας με την τέχνη. Η διαυγής σαν κρύσταλλο σκέψη του Τολστόι (ακόμα και όταν κάποιες απόψεις του φαίνονται δογματικές και παρωχημένες) ξεπλένει όπως το καθαρό νερό τη λάσπη της σύγχυσης και της απορίας, γιατί μιλά κατευθείαν στην καρδιά – και το μυαλό μπορεί να κάνει λάθος, η καρδιά ποτέ.

Κατ’ αρχάς ο συγγραφέας με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής επιχειρεί να ξεκαθαρίσει τι δεν είναι τέχνη: αφού αναλύσει την άποψη των ιδεαλιστών – όπου τέχνη είναι εκδήλωση του Τέλειου, του Ιδανικού ή ακόμα και του Θεού, καθώς και την μοντέρνα για την εποχή εκείνη αντίληψη των εστέτ ”η τέχνη για την τέχνη” που αποβλέπει αποκλειστικά στην προσωπική τέρψη, απορρίπτει και τις δύο αυτές θεωρίες. Στη συνέχεια αποδεικνύει -κατά την άποψη της γράφουσας πέραν πάσης αμφιβολίας- ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού που διδαχτήκαμε στα σχολεία και τα πανεπιστήμια να θαυμάζουμε ως μεγάλη τέχνη είναι ανεπαρκές, όσο υψηλού επιπέδου κι αν είναι η τεχνική και η αισθητική του: πρόκειται για τέχνη απολύτως κλειστή, προσαρμοσμένη να καλύπτει τις ανάγκες μιας συγκεκριμένης ομάδας – της κοινωνικής ελίτ, που αναδεικνύει ή αγνοεί τους καλλιτέχνες ανάλογα με τις προτιμήσεις της.

Τι είναι λοιπόν τέχνη σύμφωνα με τον Τολστόι; Κάθε δημιουργία που με ειλικρίνεια εκφράζει το αίσθημα που βίωσε ο καλλιτέχνης και χωρίς ανάγκη ερμηνείας και εξήγησης το μεταβιβάζει άμεσα στον αποδέκτη του έργου, δημιουργώντας μια συναισθηματική ένωση ανάμεσά τους. Αυτό σημαίνει ότι η αληθινή τέχνη δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι εγκεφαλική ή επιτηδευμένη – οφείλει εξ ορισμού να είναι προσιτή και κατανοητή σε όλους ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, ώστε να συγκινεί τους ανθρώπους και να τους επηρεάζει ψυχικά ”σαν κάτι που ήξεραν από την αρχή αλλά αδυνατούσαν να το εκφράσουν”. Μόνο τότε η τέχνη μπορεί κατά τον συγγραφέα να επιτελέσει τον προορισμό της: να παραμερίσει τη βία και να ενώσει την ανθρωπότητα σε μια οικουμενική αδελφότητα.

Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι την τέχνη αυτή που ενώνει ψυχικά τους ανθρώπους ο Τολστόι την χαρακτηρίζει ”θρησκευτική”- γεγονός που ίσως μας ξενίζει, γι’ αυτό και πρέπει διαβάζοντας το βιβλίο να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι υπήρξε βαθιά θρησκευόμενος με την καθαρά πνευματική και ηθική έννοια της θρησκείας ως έκφρασης δηλαδή των υψηλότερων αξιών μιας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, ως αναρχοχριστιανός ερμήνευε τη διδασκαλία του Ιησού σαν ένα κήρυγμα για την παγκόσμια αδελφότητα και ισότητα των ανθρώπων, γι’ αυτό και όχι μόνο απέρριπτε τον φαρισαϊσμό των επίσημων Εκκλησιών αλλά επιπλέον θεωρούσε ότι διαστρεβλώνουν εκ του πονηρού τη χριστιανική διδασκαλία – άποψη που τον έφερε σε σύγκρουση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο κι οδήγησε στον αφορισμό του.

Μέσα στον ορυμαγδό πειραματισμών που δεν αφορούν παρά μια στενή κλίκα εικαστικών, μέσα στο χάος των αντικρουόμενων απόψεων των κριτικών της τέχνης, μέσα στην απόλυτη εμπορευματοποίηση όπου οι δημιουργοί και τα έργα τους ”ανεβαίνουν” και ”κατεβαίνουν” σε αξία στην αγορά εν είδει μετοχών του χρηματιστηρίου, η πραγματεία του Τολστόι ξεχωρίζει σαν το διαμάντι ανάμεσα στα σκουπίδια. Με γλώσσα απλή αλλά μεστή περιεχομένου (πολύ προσεγμένη η μετάφραση του Βασίλη Τομανά), με γραφή που ρέει αβίαστα όπως το νερό από την πηγή, με το πνευματικό κύρος ενός σημαντικού διανοητή, αλλά κυρίως με το συναισθηματικό βάθος ενός πραγματικού ανθρωπιστή, μας θυμίζει ξανά ότι η αληθινή τέχνη είναι εκείνη ”που μας παρακινεί να χαρούμε με τη χαρά του ενός, να λυπηθούμε με τη λύπη του άλλου και να σμίξουμε τις ψυχές μας”.