«Μιλά στ’ αγγλικά, σ΄αυτά τα ψυχρά, καθαρά αγγλικά της υπερδύναμης που διατηρούν ακέραια την απόσταση ανάμεσα σ΄εκείνους και σ΄εμάς. “Camps”, λέει, που εμείς τους είπαμε “Κάμπους”. Εδώ είναι ο πρώτος Κάμπος του Καράολου, πέντε μπλοκ για δέκα χιλιάδες ψυχές»  (σελ. 12)

Στο δεύτερο βιβλίο της η Νάσια Διονυσίου (Λευκωσία, 1979) αρύεται την έμπνευση από ένα πραγματικό γεγονός: τα στρατόπεδα που είχαν δημιουργήσει οι Βρετανοί στην Κύπρο  μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για τη διαμονή των Εβραίων τους οποίους εμπόδισαν να πάνε στην Παλαιστίνη. Ένα τέτοιο στρατόπεδο είναι ο Καράολος, έξω από την Αμμόχωστο, που ο δημοσιογράφος-πρωτοπρόσωπος αφηγητής επισκέπτεται έπειτα από αίτημα των ίδιων των κρατουμένων Εβραίων, για να κάνει γνωστή την υπόθεσή τους. Με άδεια του Βρετανού διοικητή (βρισκόμαστε στην περίοδο της Αγγλοκρατίας), ο δημοσιογράφος επισκέπτεται για κάποιες ημέρες το στρατόπεδο, συναντώντας τους εκπροσώπους των Εβραίων σ’ αυτή την ανοιχτή φυλακή με τα αντίσκηνα, σε κάποια απόσταση από τη θάλασσα. Ακούει τις ιστορίες των ενηλίκων, τα παιδιά, μαζεύει τα μηνύματά τους για να τα μεταφέρει στον έξω κόσμο. Κι εκεί, κάπου στην άκρη του στρατοπέδου, βλέπει τη «σκιά» του Ρουμανοεβραίου γερμανόφωνου ποιητή Πάουλ Τσέλαν.

Ανάμεσα στις ημερολογιακές εγγραφές του αφηγητή παρεμβάλλονται τρία διηγήματα/κεφάλαια, όπως τα χαρακτηρίζει η ίδια η συγγραφέας, ίσης περίπου έκτασης: «Πορτοκάλια» (σελ. 25-33) – «Θάλασσα» (σελ. 45-52) – «Νερό» (σελ. 73-81).  Στο πρώτο, μια ντόπια γυναίκα κρύβει στο σπίτι της ένα βράδυ έναν Γερμανό αιχμάλωτο-φυγά‧ στο τρίτο, ένας άνδρας που μεταφέρει νερό στο στρατόπεδο και πήρε, κρυφά, πέντ΄έξι παιδιά με το φορτηγό για βόλτα στο περιβόλι του. Δεν ήταν όλοι οι ντόπιοι τόσο μεγάθυμοι – εξάλλου υπήρχε πάντα ο φόβος του Άγγλου στρατιώτη. Αυτά δεν τα βλέπουμε στο βιβλίο, αλλά περνάνε στο φόντο, όπως –πολύ υπαινικτικά– και κάποιες σκέψεις για το τι θα συνέβαινε, ούτε 30 χρόνια αργότερα, στους κατοίκους αυτής της πόλης που θα γίνονταν κι οι ίδιοι πρόσφυγες.

Στον επίλογο η Ν. Διονυσίου σημειώνει πόσο επηρεάστηκε από της Μέρες και από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη στις ημερολογιακές εγγραφές και στη διαμόρφωση του ύφους του αφηγητή.  Ωστόσο θεωρούμε πως η συγκίνηση, η ανθρωπιά που αναδίδει στο σύνολό του αυτό το βιβλίο είναι δικό της επίτευγμα.

Όχι τυχαία, ο τίτλος δεν έχει ερωτηματικό. Κι ενώ στην αρχή ο κάμπος είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο, μέχρι το τέλος δεν θα είναι «ούτε άμμος του ταξιδιού, ούτε χώμα της ρίζας», αλλά κάτι άλλο που κλείνει μέσα του ομορφιά και οδύνη.