Φιλοσοφική ποίηση, σχεδόν επιγραμματική αλλά όχι και θυμόσοφη. Η φαρμακοποιός Λιλή Ντίνα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ζει εδώ και χρόνια, εργάζεται και δημιουργεί πνευματικό έργο στην Αθήνα. Κι όπως λέει στο αυτί του βιβλίου, «Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με την Εταιρία Μελέτης Πολιτισμικής Ετερότητας, οργανώνει κάθε χρόνο το ποιητικό κομμάτι των εκδηλώσεών της και το παρουσιάζει». Δραστήριο μέλος επίσης του «Κύκλου των Ποιητών» και της «Κοινωνίας των (δε)κάτων» διακρίνεται για τους χαμηλούς τόνους και τη σεμνότητά της, κάτι που αντανακλάται και στην ποίησή της. Το ενδιαφέρον για την Ψυχανάλυση έκδηλο, αλλά και η ειρωνική αποστασιοποίησή της από αυτήν την πανάκεια του εικοστού αιώνα που κινδυνεύει (κατά την ταπεινή μου γνώμη) να πάρει διαστάσεις πανούκλας.
Ας την ακούσουμε πρώτα πριν την περάσουμε από τον ηθμό (φίλτρο) της κριτικής και την ανακρίνουμε στο μέγα δικαστήριο του Χρόνου, τον οποίον επίσης σαρκάζει (όχι τον Χρόνο τον ίδιον ως έννοια, αλλά τον τρόπο που εμείς τον αντιλαμβανόμαστε, τον ορίζουμε, τον χωρίζουμε, τον βάζουμε κριτή της ευτυχίας μας κι επομένως δυστυχούμε!). Απολαύστε την:
Εξόφληση
Μαμά δε φταις
Ούτε κι εσύ μπαμπά
Έχω πλύνει με αλισίβα τα παράπονα
Στο πλυσταριό με την τουλούμπα
Τι δωσιλογισμός κι αυτός του ασυνείδητου
Να τα προδίδει όλα στα όνειρα!
Ευτυχώς που τα βλέπουμε μόνοι μας (σελ. 15).
Η μνήμη καραδοκεί
Όταν καθάρισε τα λέπια από τα παρελθόντα
γεύτηκε το λιπαρό σώμα τής απογοήτευσης
Βρήκε κρυμμένα συνθήματα στα υπόγειά της και
στη μετωπική σύγκρουση με το χρόνο
χύθηκαν στο χώμα
Έβγαλε το όπλο και τα πυροβόλησε
Η εξαπάτηση είναι το τελευταίο οχυρό
πριν το πένθος (σελ. 30).
Η ιστορία τού Χρόνου
Τον βαφτίσαμε
Τον διαιρέσαμε
Φτάσαμε στη στιγμή
και την ορίσαμε μονάδα της ευτυχίας μας (σελ. 64).
Τρία χαρακτηριστικά δείγματα της Ποίησής της. Αφορίζει αλλά όχι με τη δεσποτεία του θέσφατου και την αυθεντία του αλάθητου. Ούτως ή άλλως αυτά έχουν καταπέσει στις μέρες μας και οι μεσαιωνικοί «κανόνες» που πέρασαν από την Εκκλησία στα πρώτα θρησκευτικά κολέγια και μετά στα «ανεξάρτητα» πανεπιστήμια κι από εκεί στη Λογοτεχνική Κριτική, όλ’ αυτά έχουν ξεφτίσει και παλιώσει τόσο πολύ, που μοιάζουν φουστανέλες για εθνικές επετείους…
Η σύγχρονη ποίηση δίνει την ευκαιρία στους εργάτες τους να εκφραστούν αναρχικά, πλουραλιστικά, να αμφισβητήσουν (και ν’ αμφισβητηθούν), να σαρκάσουν και να αυτοσαρκαστούν, να ειρωνευτούν αλλά και να γίνουν στόχος ειρωνείας, κάτι σαν τους «σαλούς» του Μεσαίωνα, ή τους αρχαίους «αποδιοπομπαίους φαρμακούς» που αίρουν πάνω τους την Τρέλα και τα κρίματα του κόσμου.
Η Λιλή Ντίνα φέρει ένα τέτοιο βάρος συλλογικό στο ατομικό της συνειδητό και υποσυνείδητο ποιητικό εργαστήρι. Κι η ενασχόλησή της με την «Ετερότητα» δείχνει ακριβώς αυτήν την υγιή επίγνωση του αιρετικού που γνωρίζει το «Σύμβολον της Πίστεως», του εικονοκλάστη που προσκυνάει τις εικόνες, του μελετητή που βγάζει από πάνω του τον κοριασμένο μανδύα της σχολαστικότητας.
Η Λιλή Ντίνα είναι ένα ελεύθερο πνεύμα, μακριά από ακαδημαϊσμούς, διδακτισμούς και στείρες επιστημονικότητες. Η επιστημονικοφάνεια δεν θα βλάψει ποτέ την προσγειωμένη ζωτικότητά της, το σθένος της να εκφράζεται απλά, σε μια εποχή που πολλοί ομότεχνοί της ξετινάζουν τα λεξικά για να προβούν μετά σε επίδειξη σπανίων ιδιωματισμών. Όχι, η καλή μας ποιήτρια είναι άλλοτε λυρική κι άλλοτε στοχαστική, είναι ανθρώπινη και πεζή (με την καθημερινή έννοια), δεν προσπαθεί να μας καταπλήξει, δεν επιχειρεί να μας μιλήσει μέσα από μάσκες και προσωπεία, δεν, δεν… Συνήθως με την άρνηση οριοθετείς ένα ζωντανό φαινόμενο καλύτερα απ’ ό,τι με την κατάφαση. Γιατί αυτό που είμαστε, το «είναι» σε αγαστή συνεργασία με το «φαίνεσθαι» δεν χωράει στον κώδικα της γλώσσας, δεν τυπώνεται με λέξεις, ακόμα κι αν δημοσιεύσουμε χιλιάδες ποιήματα. Αυτό το Άρρητο, το Άφατο, το εν πολλοίς Άγνωστο εμφιλοχωρεί στα κενά και στις σιωπές μας, σε ένα βλέμμα, σε ένα χάδι, σε ένα σπάσιμο της φωνής, στον τρόπο που λέμε «καλημέρα» με τα μάτια. Τα τυπωμένα ποιήματα είναι απλώς και μόνον η κορυφή του παγόβουνου. Η πραγματική ποίηση αναβλύζει από τα κύτταρά μας, μύρο για όσους έχουν την ευτυχία να βρεθούν εντός της αύρας μας.
Για να επανέλθω σε πιο στρωτή κριτική ιδιόλεκτο, η Λιλή Ντίνα συγγράφει αμιγή φιλοσοφική-στοχαστική-επιγραμματική ελεγειακή και σατιρική ποίηση, ενίοτε ρέπει προς τον λυρισμό, όμως το «εγώ» της είναι καλά υποθηκευμένο στη Συλλογική Συνειδητότητα και το «εμείς» προηγείται κάθε ποιητικής της εκφράσεως. Το πρώτο ενικό πρόσωπο αντικαθίσταται με το δεύτερο και τρίτο ενικό.
Θα κλείσω με ένα ποίημα ποιητικής της:
Προς μίμηση
Καθώς το ποίημα ωριμάζει
οι λέξεις μέσα σου παλεύουν
ποια θα ᾽ναι σύντροφος της διπλανής
Και πόσο δίκαιος ο στίχος!
Δεν επιλέξει την ωραιότερη
αλλά την πλέον ταιριαστή (σελ. 25).
Τα ποιήματά της δεν κλείνουν με τελεία, αλλά επικρέμανται σε ένα άχρονο στερέωμα.
Κι αν διάλεξα να παραθέσω αυτό το ποίημα είναι για να καταδείξω την τεχνική της ροπή που αφίσταται κάθε ρομαντικής ορμητικής «εμπνεύσεως». Θα έλεγα ότι πρόκειται για ποίηση της ψυχρής λογικής, μακριά από κάθε βρασμό ψυχής, αλλά με το «υγρόν-ψυχρόν πυρ» των φιλοσόφων!