Ο κοινός μας τόπος

Δύο έφηβες μαθήτριες, η Κάτια και η Φανή, σκοτώνουν έναν ηλικιωμένο συγχωριανό της μιας. Για να του πάρουν είκοσι ευρώ από τη σύνταξή του και να το σκάσουν στην Αθήνα ή για άλλο σκοπό; Δεν  θα το μάθουμε ποτέ. Στη νουβέλα της Βασιλικής Πέτσα (Καρδίτσα, 1983) παρακολουθούμε τις διάφορες εκδοχές του «θυμάμαι» από ανθρώπους που συνδέονται με τα δυο παιδιά, με τον ηλικιωμένο ή με το έγκλημα: τον μπαμπά της Φανής, τη μαμά της Κάτιας, τη φιλόλογο του σχολείου, το διοικητή του αστυνομικού τμήματος, το γείτονα του σκοτωμένου, τον καφετζή, την υπάλληλο στα ΚΤΕΛ, το δικηγόρο, τη δημοσιογράφο, την κλινική ψυχολόγο, τον παπά. Η ιστορία ανασυντίθεται με τα δικά τους λόγια και μέσ’ από το δικό τους φακό. Γίνονται έτσι ταυτόχρονα μάρτυρες σε ένα οιωνεί δικαστήριο και αφηγητές αυτής της νουβέλας. Με τον ίδιο τρόπο παρουσιάζεται και η εξέλιξη της υπόθεσης, αποσπασματικά, λιτά και ένα κάποιο τέλος, που ωστόσο δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

Παιδιά χωρισμένων γονιών, πιο μικρή και πιο εύθραυστη η Κάτια, μεγαλύτερη, συγκροτημένη και πιο δυναμική η Φανή. Η Κάτια θέλει να γίνει ηθοποιός και ελπίζει ότι τελικά θα τα καταφέρει. Η Φανή είναι καλή μαθήτρια, αλλά δεν ξέρουμε ποια είναι τα όνειρά της. Οι περιοριστικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι δύο κοπέλες, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές, με απαιτήσεις για καλούς βαθμούς και συμπεριφορά ανάλογη, τις κάνουν να βλέπουν την Αθήνα σαν προθάλαμο της ελευθερίας, αλλά και σαν υπόσχεση μιας άλλης ζωής, πιο έντονης αλλά και πιο γεμάτης αγάπη. Η ιστορία τους, μαζί με τις κοινότοπες ιστορίες των κατοίκων του χωριού και των άλλων που τις περιβάλλουν, αναδεικνύουν ερωτήματα όπως η βία, τυφλή, που μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα. Τι οπλίζει το χέρι με ένα μαχαίρι; Και πώς μπορεί δύο άβγαλτα παιδιά να φθάσουν σε αυτό το σημείο; Ήταν ο κυρ-Χρήστος ένας αγαθός παππούλης ή ένας διεστραμμένος γέρος; Πώς θα συνεχιστεί η ζωή από εδώ κι εμπρός;

Ερωτήματα που κλωθογυρίζουν στο μυαλό καθώς διαβάζουμε, παράλληλα, για την καταστροφή του σχολείου από αγνώστους, λίγο πριν κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές. Συνδέονται ή όχι οι βανδαλισμοί με την επιθυμία κάποιων να οργανωθεί μια επίσκεψη των μαθητών στα δύο έγκλειστα κορίτσια; Ερωτήματα που γιγαντώνονται καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας όλο και μεγαλύτερης βίας στην καθημερινή μας ζωή, είτε στο μικρό, προσωπικό μας κύκλο είτε στο μεγάλο κύκλο της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα, και στον κόσμο ολόκληρο, των τελευταίων χρόνων. Βία, έλλειψη προοπτικής και αδιέξοδα γίνονται όλο και περισσότερο ο κοινός μας τόπος.

Πρωτοεμφανιζόμενη η συγγραφέας, με σπουδές στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και στις Θεωρίες του Πολιτισμού, μάς παρουσιάζει πτυχές ενός κόσμου που δεν θέλαμε ίσως να δούμε, έχουμε αρχίσει όμως ν’ αναγνωρίζουμε. Γι΄ αυτό ο λόγος της είναι καίριος, όπως εύστοχα αναφέρεται στο οπισθόφυλλο. Η εναλλαγή των προσώπων στο ρόλο του αφηγητή βοηθά να «κυκλωθεί» το θέμα, υπάρχουν όμως φορές που δεν είναι σαφές ποιος μιλάει. Επίσης, ο χαρακτήρας της Φανής φωτίζεται μόνο από εξωτερικούς προβολείς, καθώς, σε αντίθεση με την Κάτια, δεν συναντούμε ούτε μια δική της σκέψη, εκτός από το ποίημα με το οποίο ευφυώς κλείνει το βιβλίο.