Ο Oscar Wilde θα ήταν περήφανος για την ευθυβολία κι ευστοχία του επιγόνου, όχι όμως και απογόνου του (τουλάχιστον όχι όσον αφορά την αισθητική και τη θεματολογία του). Γνωμικά με τη σοφία αιώνων, παραδοξολογίες που κρύβουν στυφές αλήθειες για τα απαράδεκτα της ζωής. Κι όπως είπε ο Albert Einstein: “I never made one of my discoveries through the process of rational thinking” («ποτέ δεν έκανα κάποιαν από τις ανακαλύψεις μου μέσα από τις λογικές διεργασίες του μυαλού»). Η Ποίηση είναι ο κατάλληλος κώδικας για να πεις αυτά που δεν χωράνε στην ανθρώπινη «τετράγωνη» λογική. Η παραδοξολογία είναι ένα αιχμηρό νυστέρι, με το οποίο μπορείς να καθαρίσεις ένα μήλο, τα νύχια σου ή να «καθαρίσεις» τον αντίπαλο. Αυτή η αμφίσημη κι αμφίστομη χρήση της γλώσσας γεννάει κόσμους ολόκληρους στο καταπιεσμένο ανθρώπινα μυαλό, σύμπαντα καινοφανή και δυσθεώρητα ανθρωπίνοις λογισμοίς». Τι κρίμα μόνο που ελάχιστοι πλέον από τους νεοέλληνες λογοτέχνες συγγράφουν «αφορισμούς». Οι αφορισμοί είναι σαν τα αξιώματα, δεν αποδεικνύονται, υπακούουν στη δική τους αξιακή λογική και γεννούν πυροτεχνήματα στη διάνοια του επαρκούς αναγνώστη, όστις καθίσταται συνδημιουργός των.
Όμως ας απολαύσουμε τρία (μόνον – κι όχι τυχαία) από τα διαμάντια σοφίας και ευδιαθεσίας που περιέχει αυτό το αξιοπρόσεκτο βιβλιαράκι:
«Η μετριοφροσύνη είναι μια ασθένεια / που κτυπάει κυρίως τους / ατάλαντους» (σελ. 56).
«Η απληστία της τέχνης δημιουργεί / έργο. Η τέχνη της απληστίας / λήθη» (σελ. 66).
«Όταν “η τέχνη είναι για το λαό” / ο λαός σίγουρα δεν είναι για την / τέχνη» (σελ. 68).
Έχετε να πείτε κάτι; Φυσικά και όχι. Τα πονήματα αυτά υπάρχουν αυτά καθ’ εαυτά, σαν ογκόλιθοι, σαν μετεωρίτες που πέφτουν αθέλητα στη γη κι ανοίγουν κρατήρες στο πέρασμά τους. Η φωτεινή ουρά τους μια ανάμνηση, «μεταίσθησις» στο θυμητικό των ανθρώπων. Όμως η πραγματικότητά τους αναμφισβήτητα συμπαγής κι αδιαίρετη. Ουχί αδιόρατη. Αυτό είναι προνόμιο της λυρικής και μεταφυσικής ποιήσεως. Τα συναισθήματα φευγαλέα, δύστοκα, ασύλληπτα. Τα γνωμικά κι οι αφορισμοί κατεστημένα και καθεστηκυία πράξις.
Χαίρομαι που ο επαρκής μουσοτραφής και μουσικοτραφής ποιητής και δημοσιογράφος θεραπεύει με την πένα του ένα τόσο δύσκολο λογοτεχνικό είδος για απαιτητικό αναγνωστικό κοινό. Κι είναι μόνον τριάκοντα επτά ετών!
Κλείνω με έναν δικό του σχετικόν αφορισμόν:
«Κανείς δεν είναι όσο νέος αισθάνεται / και κανείς όσο γέρος
τον / θεωρούν» (σελ. 52).
Και μην μου παραπονεθείτε που τα τρία γνωμικά γίνανε τέσσερα, γιατί και οι «τρεις σωματοφύλακες» τέσσερις ήταν!