Ο Γιάννης Κοντός είναι ποιητής, ακόμα κι όταν πεζολογεί. Βραβευμένος, καταξιωμένος αλλά –ως γνήσιος πνευματικός άνθρωπος– κρατάει αποστάσεις από την αισθητική του συρμού, την καθεστηκυία ιδεολογία και το «πολιτικώς ορθόν» (ελληνιστί politically correct!!! Μάλιστα). Αυτό φαίνεται από τον τρόπο που μονολογεί σε πρώτο πρόσωπο υπεραμυνόμενος των επαγγελματιών που επιλέγει να εικονογραφήσει ποιητικώς. Κι ομιλώ περί εικονογραφήσεως, για τον απλούστατο λόγο ότι η μακρά του θητεία στον αναγκαστικά συνοπτικό ποιητικό λόγο προσδίδει εικονοποιητικές δεξιότητες εις βάρος της μουσικότητος του αφηγούμενου. Ο αφηγητής «γίνεται» στανισλαβσκικώ τω τρόπω το θρυλούμενο πρόσωπο που υποδύεται ο ποιητής «κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός που όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται» (μέγας κι αξεπέραστος ο Αλεξανδρινός ποιητής – διαρκής διακειμενική αναφορά και παραπομπή μας). Ειδικά στο δοκίμιο «Ο ηθοποιός και το διάλειμμα» (το οποίο ο Γιάννης Κοντός αφιερώνει στη Λούλα Αναγνωστάκη), φαίνεται η ενασχόλησή του και με το θέατρο (ως δάσκαλος σε δραματικές σχολές): «…Ένας ένας βγαίνουνε στη σκηνή. Τα χειροκροτήματα, οι προβολείς δείχνουν ρυτίδες και ψέματα. Φινάλε, χειροκροτήματα και δειλά βήματα στη νύχτα. Μετά ξηλώνουν τη νύχτα και ράβουν τις αμαρτίες τους» (σελ. 82). Τόσο απλός λόγος, τόσο συνοπτικώς λακωνικός! Τον θαυμάζω. Ταχυδράματα ή ασκήσεις είκοσι δακτύλων είναι αυτά τα «μικρά πεζά», που μιλάνε για τη μεγαλοσύνη ανθρώπων απλών και καθημερινών, ουχί όμως τόσον προκλητικών όσον οι ήρωες του Γιάννη Ρίτσου στο ύστατον «Εικονοστάσιον ανωνύμων αγίων» (που προκάλεσε τόσες αντιδράσεις στον υπερσυντηρητικό –σε θέματα αστικής ηθικής και ελευθερίας–, όπως αποδείχτηκε, χώρο που υπηρετούσε).

Ο Γιάννης Κοντός ήταν πάντα διακριτικά απών αλλά ουδέποτε μοναχικός ή «ανένταχτος» όπως πολλοί ομότεχνοί του αρέσκονται να αυτοδιαφημίζονται. Ήταν πάντα μέσα στα πράγματα, ποτέ όμως ρυθμιστής τους. Ο λογοτεχνικός «κανόνας» δεν γινόταν πότε στα χέρια του χάρακας αυστηρού δασκάλου ούτε –βεβαίως– ενέπιπτε μετά βιαιότητος επί της παλάμης του. Ήταν αρεστός και δημοφιλής στον περιορισμένο κύκλο των παροικούντων τον Λυκαβηττό της ποιήσεως. Τα δοκίμιά του για τη ζωγραφική και τη γραφή των άλλων ευγενικά κι ανιδιοτελή. Ήρεμος και συγκρατημένος και εις τον βίον του, έχασε ίσως σε δημοσιότητα κέρδισε όμως σε σεμνότητα και ουσιαστική αντιμετώπιση της ζωής ως λυδίας λίθου μάλλον παρά ως λίθου του Σισύφου. Αυτή η φιλοσοφική του θεώρηση, η μετα-υπαρξιακή αγωνία του, αχνοφαίνεται στον τρόπο που διαχειρίζεται τα επαγγέλματα που επιλέγει να δραματοποιήσει. Όλα τελειώνουν στα όνειρα των πεθαμένων που είναι «μπλε» (σελ. 85). Ο άνθρωπος, ως «θύμα με γυάλινα μάτια και ένα τελευταίο μειδίαμα […] το σώμα, το άκαμπτο περνάει και αυτή τη δοκιμασία αδιαμαρτύρητα» στο πεζο-ποίημα «Ιατροδικαστής». Είτε ο λογοτέχνης πέσει θύμα δολοφονίας είτε της Φθοράς και του Χρόνου, περνάει στην αιωνιότητα όπως όλοι. «Σε λίγο ο ιατροδικαστής θα κοιμηθεί. Τα όνειρά του θα είναι όπως όλων των ανθρώπων, βατά και λεία χωρίς εφιάλτες!» (σελ. 86). «Τα κουπιά τους δείχνουν τη θέση που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη» (όπως θα έλεγε ο Γιώργος Σεφέρης).

Πλούσιος σε διακειμενικές αναφορές ο ύστερος αυτός λόγος του Γιάννη Κοντού, αποκαλύπτει τόσο την ευρυμάθεια όσο και την τριβή του με πρόσωπα και πράγματα ποιητικά και μη. Βαδίζει προς το ύστατον Φως πλησίστιος. Η Ιστορία θα του χαριστεί, όπως του χαρίστηκε η Ζωή. Ένας πραγματικά ευδαίμων άνθρωπος.