Δύο πατρίδες, δύο γλώσσες

Για τον Μαρσέλ Προυστ, η μυρωδιά και η επίγευση μιας μαντλέν έφτανε για να ξετυλιχθεί το κουβάρι του παρελθόντος. Για τον Βασίλη Αλεξάκη, η φασματική εικόνα της πεθαμένης μητέρας του, τη στιγμή που έτρωγε σε ένα εστιατόριο της Αθήνας, έφτανε για να σηκωθεί το καπάκι των πραγμάτων που πέρασαν, αλλά ποτέ δεν χάθηκαν.

Το «Θα το σε ξεχνάω κάθε μέρα» δεν είναι ένα μυθιστόρημα με μυθοπλαστικές υποστηρικτικές δομές, δίχως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια λεπτομερή αυτοβιογραφία. Άλλωστε, ο Αλεξάκης δηλώνει εξαρχής ότι η «πραγματική» ζωή ενός βιβλίου είναι αυτή που το ίδιο δημιουργεί και περιορίζεται στις συγκεκριμένες συντεταγμένες όπου αυτό αναπτύσσεται. Προφανώς και ένα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος είναι πλήρως ταυτισμένο με τη ζωή του συγγραφέα – αν μη τι άλλο ο Αλεξάκης στα περισσότερα βιβλία του γράφει σε πρώτο πρόσωπο και το εννοεί.

Ωστόσο ο «μέγας» πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν είναι το πολλάκις αναλυόμενο συγγραφικό εγώ, αλλά ένα πρόσωπο που «μιλάει» διά αντιπροσώπου και μόλις στο τέλος εμφανίζεται, συγγραφικώ τω τρόπω, να παίρνει τον λόγο καίτοι δεν βρίσκεται εν ζωή: είναι η μητέρα του συγγραφέα. Σε αυτήν απευθύνεται, με αυτήν κάνει τούτο τον εικονικό διάλογο, προς αυτήν στέλνει όλα τα ανεπίδοτα μηνύματα που χάθηκαν στην πορεία του κοινού τους βίου.

Με τη βοήθεια των γραμμάτων που αντάλλασσαν όσο ο συγγραφέας σπούδαζε στο Παρίσι, και τα οποία βρήκε μεγάλος πλέον, γυρίζει πίσω στον δρόμο του παρελθόντος και αναζητεί τα παλιά σημάδια, ως άλλος Κοντορεβιθούλης, που βρίσκονται σπαρμένα δώθε κείθε· όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή του καθενός όπου όλα τα σημαντικά μετατρέπονται σε ατάκτως ερριμμένα fragmenta.

Και κάπως έτσι τα κομμάτια της ζωής διαμορφώνουν ένα παζλ που μπορεί να μην είναι πλήρες (ποτέ δεν μπορεί να είναι πλήρες), αλλά καθίσταται ικανό να εξηγήσει και να εξηγηθεί. Όσα δεν πρόφτασε ή δεν ήθελε να πει στη μητέρα του, ο συγγραφέας της τα λέει σε αυτόν τον λογοτεχνικό διάλογο/μονόλογο που μετατρέπεται σε post mortem μαρτυρία. Και «συνομιλεί» με τη μητέρα του για τα πάντα. Για το φευγιό του, σε μικρή ηλικία, στο Παρίσι, για τις σπουδές δημοσιογραφίας που έκανε εκεί, για τις πρώτες συγγραφικές απόπειρές του, για τους έρωτες και τους χωρισμούς του, για την πολιτική κατάσταση της χώρας, για τεχνολογικές εξελίξεις που εκείνη δεν πρόλαβε να ζήσει. Ναι, για τον συγγραφέα η μητέρα του ζει μέσω των λέξεων. Μπορεί η υλικότητά της να έχει χαθεί, αλλά η δύναμη του λόγου μπορεί να την ανασυνθέσει. Αίφνης, το γλωσσικό ζήτημα, ένα από τα κυρίαρχα στο έργο του Αλεξάκη, αναφύεται ξανά με τον συγγραφέα να αναπτύσσει την προβληματική σχέση που είχε με την ελληνική και τη γαλλική γλώσσα λόγω του εσωτερικού δυισμού του. Τόσο Έλληνας όσο και Γάλλος, με το ένα πόδι στην Αθήνα, την Τήνο και τη Σαντορίνη και με το άλλο στο Παρίσι, ο Αλεξάκης βίωσε έντονα για πολλά χρόνια το δισυπόστατο της ταυτότητάς του.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί την τεθλασμένη γραμμή της μνήμης: ήτοι πηγαινοέρχεται σε χρόνους και τόπους κατά το δοκούν. Από τον όρμο Γιαννάκη στην Τήνο, όπου ο Αλεξάκης βρίσκεται την περίοδο που γράφει το βιβλίο, μεταφερόμαστε από κεφάλαιο σε κεφάλαιο στα παιδικά ή τα εφηβικά του χρόνια, για να επανέλθουμε στο «ένδοξο» 2004 με τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την κατάκτηση του Euro. Η μητέρα του «μαθαίνει» για τα πάντα, ενώ παράλληλα ο Αλεξάκης πραγματοποιεί το δικό του ένδον σκάψιμο και ανασκαλεύει τα κομμάτια της μητέρας του, του πατέρα του, του αδελφού του – ολόκληρου του παρελθόντος.

Η αφήγηση δεν είναι γεμάτη από δραματικές καταβυθίσεις, εσωτερικές περιελίξεις ή ομφαλοσκοπήσεις κρουστικής ισχύος. Αντιθέτως, ο συγγραφέας διατηρεί μια παιδική αποστασιοποίηση καρυκευμένη από τη γνώση της εμπειρίας. Η παιγνιώδης διάσταση όχι μόνο δεν αφαιρεί ουσία και βάρος από τα διαδραματιζόμενα (αρκετά από αυτά δεν είναι καθόλου διασκεδαστικά), αλλά τους προσδίδει ένα ιδιαίτερο χρώμα αποδραματοποίησης.

Η φιλέρευνη, συμπονετική και προσηλωμένη στα οικιακά της καθήκοντα μητέρα του είναι το ακριβώς αντίθετο του μονίμως απόντα πατέρα του (υπάλληλος και ερασιτέχνης ηθοποιός). Αναπτύσσει μαζί της μια σχέση έλξης-άπωσης και αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση είναι, μάλλον, η αφορμή αυτού του βιβλίου: σαν να λύνεται ένα σταυρόλεξο, σαν να ξεμπλέκει ένας κόμπος, σαν να κλείνουν τα προσωπικά τους κατάστιχα. Η μητέρα του είναι εκείνη που του «ζητάει» στο τέλος να προχωρήσει και να την ξεχάσει. Εκείνος αποφασίζει να την ξεχνάει κάθε μέρα. Άλλο ένα… παιχνίδι της ζωής, ένα διαρκές κρυφτό/αποκάλυψη με τους ανθρώπους και τα πράγματα. Για τον Αλεξάκη, ο τόπος, οι άνθρωποι, οι πράξεις και σχεδόν όλος ο βίος είναι ταυτισμένος με την έννοια της γλώσσας, με την ισχύ των λέξεων. Όχι μόνο λόγω της συγγραφικής του ιδιότητας, αλλά διότι είναι αυτές [οι λέξεις] που του προκάλεσαν το εσωτερικό σχίσμα: γράφει στα ελληνικά και τα γαλλικά και καταλήγει να γίνεται μια έκκεντρη φύση αναγκασμένη να ψάχνει μονίμως το κέντρο βάρους της. Κάπως έτσι, καθημερινά, δεν θα ξεχνάει μόνο τη μητέρα του, αλλά και τις γλώσσες που κουβαλάει, μιλάει και μιλιέται από αυτές.

Μια άλλη, παράπλευρη, διάσταση του βιβλίου είναι τα καίρια σχόλια που κάνει ο συγγραφέας για την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας από τη χούντα μέχρι τις αρχές της νέας χιλιετίας. Οι επισημάνσεις του, δε, για το «θαύμα της Ελλάδας» το 2004, τώρα με την απόσταση του χρόνου, είναι πικρές και άκρως προφητικές. Σημειωτέον ότι το βιβλίο γράφτηκε το 2005, πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα την ίδια χρονιά από τις εκδόσεις Εξάντας, προτάθηκε για το γαλλικό βραβείο Γκονκούρ και τώρα διάγει μια δεύτερη ζωή με την επανακυκλοφορία του από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.