Mε μακρόχρονη καριέρα στη δημοσιογραφία, σε εφημερίδες, περιοδικά και στην τηλεόραση, η Teresa Driscoll συνδυάζει τις ανθρώπινες ιστορίες με την εμπειρία της από το αστυνομικό ρεπορτάζ στα τελευταία πιο σκοτεινά της μυθιστορήματα. Αυτό που έχει δηλώσει πως την έχει επηρεάσει περισσότερο είναι ο αντίκτυπος των εγκλημάτων στους συγγενείς των θυμάτων – το βασικό θέμα στο τελευταίο της μυθιστόρημα που κυκλοφορεί στα ελληνικά.

Στο «Θα σε βρω» οι ζωές όλων των χαρακτήρων του μυθιστορήματος έχουν αλλάξει μετά την εξαφάνιση μιας νεαρής κοπέλας που ακόμη αγνοείται. Η Έλλα Λόνγκφιλντ παίρνει ένα πρωί το τρένο για το Λονδίνο και την προσοχή της κερδίζει μια παρέα τεσσάρων ατόμων, δύο κορίτσια συζητούν με δύο περίεργους νεαρούς που μόλις έχουν γνωρίσει – πηγαίνουν για πρώτη φορά μόνες στο Λονδίνο, δώρο-έκπληξη από τους γονείς τους μετά τις εξετάσεις, ενώ εκείνοι αναφέρουν πως μόλις βγήκαν από τη φυλακή. ”Ποπό. Φυλακή. Και πώς ήταν;” Από εκείνη τη στιγμή η Έλλα αρχίζει να αναρωτιέται ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος της σε όλο αυτό: μήπως θα πρέπει να παρέμβει άμεσα; Μήπως είναι υπερβολικά πουριτανή και συντηρητική; Μήπως θα πρέπει να θαυμάσει απλώς την ανοιχτή διάθεση των νέων για καινούριες εμπειρίες; Όταν λίγο αργότερα πιάνει τη μία από τις κοπέλες να κάνει σεξ με τον έναν νεαρό στην τουαλέτα του τρένου, το σοκ της γίνεται ακόμη μεγαλύτερο. Αλλά τα πράγματα θα χειροτερέψουν όταν την επόμενη μέρα, η δεύτερη κοπέλα, η Άννα Μπάλαρντ, δηλώνεται αγνοούμενη.

Έναν χρόνο αργότερα, με τον πανικό στα μέσα ενημέρωσης και την υπόθεση της εξαφάνισης ακόμη ανοιχτή, η Έλλα συνεχίζει να νιώθει ενοχές. Τώρα όμως αρχίζει να λαμβάνει κάποιες μυστηριώδεις ταξιδιωτικές κάρτες από ανώνυμο αποστολέα που φαίνεται να παρακολουθεί κάθε της κίνηση. Αφού απευθυνθεί σε έναν ιδιωτικό ερευνητή, πρώην αστυνομικό, σχετικά με αυτά τα απειλητικά μηνύματα, ένας νέος κύκλος ερευνών θα ανοίξει, ενεργοποιώντας πάλι το γαϊτανάκι όλων των προσώπων που εμπλέκονται στην υπόθεση.

Η συγγραφέας επιλέγει σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου να εξετάζει τη στάση ενός διαφορετικού χαρακτήρα, δίνοντας έτσι την ιστορία μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και αφηγήσεις, συμπληρώνοντας αποσπασματικά και σταδιακά τη συνολική εικόνα μέχρι τη λύση του μυστηρίου. Έτσι, στα κεφάλαια εναλλάσσονται η Έλλα, η αρχική μάρτυρας, ο Χένρι, ο πατέρας της εξαφανισμένης Άννας, η Σάρα, η φίλη της και συνταξιδιώτισσα, ο Μάθιου, ο ιδιωτικός ερευνητής, και ένα ακόμη ανώνυμο πρόσωπο, ο «παρατηρητής», ο άνθρωπος που υποψιαζόμαστε πως είναι ο βασικός θύτης αυτής της ιστορίας.

Οι σελίδες κυλούν γοργά και απρόσκοπτα, η ταχεία εναλλαγή σκηνών και συναισθημάτων κάνει και την ανάγνωση να κυλά το ίδιο αβίαστα, καθώς η πλοκή της ιστορίας ξετυλίγεται με αμεσότητα και ρεαλισμό. Κάθε χαρακτήρας έχει τη δική του προσωπική ζωή μαζί με τη θλίψη, τις ενοχές και τα μυστικά του σχετικά με τη μέρα της εξαφάνισης. Παρόλο που η συγγραφέας αφήνει διάφορες υπόνοιες, προσκαλώντας τον αναγνώστη να σκεφτεί διάφορες εναλλακτικές, τίποτα δεν φανερώνει τη λύση του μυστηρίου και τα πάντα ξεδιαλύνονται εν τέλει στις τελευταίες σελίδες.

Το «Θα σε βρω» μπορεί να έχει στον πυρήνα του μια αστυνομική ιστορία και έναν ελεύθερο εγκληματία που είναι ακόμη επικίνδυνος, ωστόσο η Driscoll επιλέγει να αφηγηθεί διαφορετικά την ιστορία της, μέσα από τις προσωπικές διαδρομές των ανθρώπων που τη συναποτελούν. Το αποτέλεσμα είναι ένα αντισυμβατικό αστυνομικό μυθιστόρημα σχετικά με τις επιλογές που ακολουθούμε σε μία κρίσιμη στιγμή της ζωής μας και τις συνέπειες με τις οποίες καλούμαστε να ζήσουμε.